-
1 αποκαραδοκία
ἀποκαρᾱδοκίᾱ, ἀποκαραδοκίαearnest expectation: fem nom /voc /acc dualἀποκαρᾱδοκίᾱ, ἀποκαραδοκίαearnest expectation: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)——————ἀποκαρᾱδοκίαι, ἀποκαραδοκίαearnest expectation: fem nom /voc plἀποκαρᾱδοκίᾱͅ, ἀποκαραδοκίαearnest expectation: fem dat sg (attic doric aeolic) -
2 ἀποκαραδοκία
ἀποκαραδοκία, ας, ἡ (ἀποκαραδοκέω, from κάρα ‘head’ and δοκέω ‘think, imagine’) (only in Christian writers—cp. Hesychius; Suda; Anecd. Gr. p. 428, 14; Etym. Gud. 171, 14—but ἀποκαραδοκέω in Polyb. 16, 2, 8; 18, 48, 4 ἀ. τὴν Ἀντιόχου παρουσίαν; 22, 19, 3; Sostratus [I B.C.]: 23 Fgm. 4, p. 187 Jac. [in Stob. 4, 20, 70]; Aesop, Fab. 177 P. and 194 P.=H-H. 187 and 208; Jos., Bell. 3, 264; Ps 36:7 Aq.) eager expectation ἡ ἀ. τῆς κτίσεως = ἡ ἀποκαραδοκοῦσα κτίσις the eagerly awaiting creation Ro 8:19 (GSchläger, D. ängstl. Harren d. Kreatur: NorTT 19, 1930, 353–60; GBertram, ZNW 49, ’58, 264–70; DDenton, ibid. 73, ’82, 138–40). κατὰ τὴν ἀ. μου (w. ἐλπίς) according to my eager expectation Phil 1:20.—DELG s.v. (1) κάρα. EDNT. M-M. TW. Sv.Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία > ἀποκαραδοκία
-
3 ἀποκαραδοκία
Βλ. λ. αποκαραδοκία -
4 ἀποκαραδοκίᾳ
Βλ. λ. αποκαραδοκία -
5 ἀποκαραδοκία
ἀποκᾰρᾱδοκ-ία, ἡ,A earnest expectation, Ep.Rom.8.19, Ep.Phil.1.20.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀποκαραδοκία
-
6 αποκαραδοκίαν
-
7 ἀποκαραδοκίαν
-
8 καραδοκία
καραδοκία, ας, ἡ (κάρα ‘head, peak’ + a form der. fr. the root of δέχομαι; Aq Ps 38:8 and Pr 10:28.—καραδοκέω Eur., Hdt. et al.; Jos., Bell. 4, 305; 5, 28, Ant. 17, 86) eager expectation Phil 1:20 v.l. (for ἀποκαραδοκία).—DELG s.v. κάρα, δεχομαι B.
См. также в других словарях:
αποκαραδοκία — ἀποκαραδοκία, η (AM) εναγώνια προσδοκία … Dictionary of Greek
ἀποκαραδοκία — ἀποκαρᾱδοκίᾱ , ἀποκαραδοκία earnest expectation fem nom/voc/acc dual ἀποκαρᾱδοκίᾱ , ἀποκαραδοκία earnest expectation fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποκαραδοκίᾳ — ἀποκαρᾱδοκίαι , ἀποκαραδοκία earnest expectation fem nom/voc pl ἀποκαρᾱδοκίᾱͅ , ἀποκαραδοκία earnest expectation fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποκαραδοκίαν — ἀποκαρᾱδοκίᾱν , ἀποκαραδοκία earnest expectation fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)