Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἀποκαλύπτω

  • 101 ἐναποκαλύπτει

    ἐν-ἀποκαλύπτω
    uncover: pres ind mp 2nd sg
    ἐν-ἀποκαλύπτω
    uncover: pres ind act 3rd sg

    Morphologia Graeca > ἐναποκαλύπτει

  • 102 reveal

    [rə'vi:l]
    1) (to make known: All their secrets have been revealed.) αποκαλύπτω
    2) (to show; to allow to be seen: He scraped away the top layer of paint from the picture, revealing an earlier painting underneath.) αποκαλύπτω, φανερώνω

    English-Greek dictionary > reveal

  • 103 unveil

    1) (to remove a veil (from eg a face): After the marriage ceremony, the bride unveils (her face).) αποκαλύπτω
    2) (to uncover (a new statue etc) ceremonially: The prime minister was asked to unveil the plaque on the wall of the new college.) αποκαλύπτω, κάνω τα αποκαλυπτήρια

    English-Greek dictionary > unveil

  • 104 открыть

    -рою, -роешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. открытый, βρ: -крыт, -а, -о
    ρ.σ.
    1. ανοίγω•

    открыть сундук ανοίγω το σεντούκι•

    открыть зонтик ανοίγω την ομπρελίτσα•

    открыть окно ανοίγω το παράθυρο•

    открыть кастрюлю ξεκουπώνω την κατσαρόλα•

    открыть банку консервов ανοίγω την κονσέρβα ή το κονσερβοκούτι.

    || ξεκλειδώνω•

    открыть дверь ξεκλειδώνω την πόρτα.

    || μτφ. αφήνω ελεύθερα κάνω προσιτό•

    открыть границу ανοίγω τα σύνορα•

    открыть дорогу к знанию (μτφ.) ανοίγωτο δρόμο για τις γνώσεις.

    2. αποκαλύπτω, εμφανίζω, φανερώνω δείχνω•

    открыть карты (χαρτπ.) δείχνω τα χαρτιά.

    3. (διάφορες σημ.) открыть свет ανάβω το φως•

    открыть газ ανοίγω το γκαζ•

    открыть воду ανοίγω το νερό (την κάνουλα)•

    открыть новую школу ανοίγω καινούριο σχολείο•

    открыть клуб ανοίγω λέσχη.

    4. αρχίζω•

    открыть собрание ανοίγω τη συνέλευση•

    открыть театральный сезон ανοίγω τη θεατρική περίοδο•

    открыть огонь ανοίγω πυρ, αρχίζω τα πυρά.

    5. αποκαλύπτω, φανερώνω•

    открыть тайну εκμυστηρεύομαι.

    6. ανακαλύπτω•

    колумб -ыл америку ο Κολόμπος ανακάλυψε την Αμερική.

    εκφρ.
    открыть америку – (ειρν. για γνωστό πια γεγονός) ανακαλύπτω την Αμερική•
    открыть глаза кому – ανοίγω τα μάτια κάποιου (κάνω κάποιον να αντιληφθεί)•
    открыть счёт – α)ανοίγω λογαριασμό, βάζω χρήματα στο ταμιευτήριο), β) αρχίζω την πληρωμή με λογαριασμό (για τράπεζα)• γ) ανοίγω το σκορ. δ) έχω (κάνω) την πρώτη επιτυχία.
    1. ανοίγω•

    чемодан -лся η βαλίτσα άνοιξε•

    книга -лась το βιβλίο άνοιξε.

    || ξεκλειδώνομαι•

    дверь -лась ключом η πόρτα άνοιξε με το κλειδί.

    2. ξανοίγομαι, εκτείνομαι, απλώνομαι. || (για μέλη του σώματος)διακρίνομαι, φαίνομαι. || μτφ. αποκαλύπτομαι.
    3. γίνομαι γνωστός, έρχομαι στο φως, βγαίνω στην επιφάνεια, στα φόρα• ανακαλύπτομαι•

    -лся заговор ανακαλύφτηκε συνομωσία.

    4. αρχίζω,κάνω έναρξη•

    театр -лся το θέατρο άνοιξε.

    5. εκμυστηρεύομαι όλα.
    6. (για πληγή) ανοίγω.
    εκφρ.
    глаза -лись – τα μάτια άνοιξαν (άρχισα να καταλαβαίνω).

    Большой русско-греческий словарь > открыть

  • 105 раскрыть

    -крою, -кроешь ρ.σ.μ.
    1. ανοίγω•

    раскрыть ящик ανοίγω το κιβώτιο•

    раскрыть дверь ανοίγω την πόρτα•

    раскрыть зонтик ανοίγω την ομπρέλα•

    раскрыть нож ανοίγω το σουγιά•

    раскрыть книгу ανοίγω το βιβλίο•

    раскрыть глаза, рот ανοίγω τα μάτια, το στόμα.

    2. (κυρλξ. κ. μτφ.)• αποκαλύπτω, ξεσκεπάζω• φανερώνω•

    халат распахнулся и -ыл нижнее бель η ρόμπα άνοιξε και φάνηκαν τα εσώρουχα•

    раскрыть тайну αποκαλύπτω μυστικό•

    раскрыть замыслы врагов ξεσκεπάζω τα σχέδια (προθέσεις) του εχθρού•

    раскрыть загоеор ξεσκεπάζω τη συνομωσία.

    || μτφ. εκμυστηρεύομαι•

    он -ыл мне своё сердце αυτός μου άνοιξε την καρδιά του, τα είπε όλα.

    εκφρ.
    раскрыть глаза – ανοίγω τα μάτια (διαφωτίζω)•
    раскрыть чью игру – ξεσκεπάζω τις προθέσεις (τα σχέδια) κάποιου.
    1. ανοίγω, -ομαι•

    окно -лось το παραθύρι άνοιξε•

    дверь -лась η πόρτα άνοιξε•

    все ящики -лись όλα τα κιβώτια ανοίχτηκαν.

    || ανθίζω•

    розы -лись τα τρ ι-αντάφυλλα άνοιξαν.

    2. φαίνομαι•

    перед ними -лось море μπροστά τους φάνηκε η θάλασσα.

    3. μτφ. αποκαλύπτομαι, ξεσκεπάζομαι, φανερώνομαι•

    преступление -лось το έγκλημα αποκαλύφτηκε.

    4. δημιουργούμαι (για συνθήκες, πρού-θέσεις, δυνατότητες)•

    -лись перспективы άνοιξαν προοπτικές.

    5. (γι.α μέλη του σώματος)• αποκαλύπτομαι, φαίνομαι.
    6. (χαρτπ.) καλύπτω όλα τα χαρτιά.

    Большой русско-греческий словарь > раскрыть

  • 106 вскрывать

    1. горн. εκσκάπτω, σκάβω, διανοίγω 2. (распечатывать) αποσφραγίζω
    ανοίγω
    3. мед. (труп) κάνω νεκροψία
    νεκροτομώ
    (напр. нарыв) ανοίγω (π χ το απόστημα)
    4. (обнаруживать, выявлять) αποκαλύπτω, φανερώνω

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > вскрывать

  • 107 выявлять

    1. (проявлять) εκδηλώνω, φανερώνω 2. (обнаруживать) ανιχνεύω, ανακαλύπτω, αποκαλύπτω.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > выявлять

  • 108 обнаруживать

    εντοπίζω, ανακαλύπτω, αποκαλύπτω, εμφανίζω
    - цель - τον στόχο.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > обнаруживать

  • 109 открывать

    1. (освободить от чего-л. закрывающего) ανοίγω 2. (обнаруживать, раскрывать) ανακαλύπτω, αποκαλύπτω 3. (обнародовать) δημοσιοποιώ.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > открывать

  • 110 раскрыть

    1. (открыть что-л. закрытое) ανοίγω 2. (сделать видным, обнажить) ανοίγω, ξεσκεπάζω, φανερώνω 3. (объяснить скрытый, внутренний смысл чего-л.) αποκαλύπτω 4. (установить что-л. путём исследования) ανακαλύπτω.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > раскрыть

  • 111 уличить

    πιάνω, αποκαλύπτω, εντοπίω (για παράνομη πράξη).

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > уличить

  • 112 цель

    1. (рлк.) о στόχ/ος
    ложная - ψευδής/ψεύτικος -
    радиолокационная - του ραδιοεντοπιστή, разг. - του ραντάρ
    2. (стремление достичь чего-л.) о σκοπ/ός, о στόχος
    η επιδίωξη
    прибор может быть использован для следующих - ей το όργανο μπορεί να χρησιμοποιηθεί για τους παρακάτω - ούς
    - написания чего-л. η προθετικότητα

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > цель

  • 113 вскрывать

    вскрывать
    несов
    1. (распечатывать) ἀποσφραγίζω, ξεβουλλώνω, ἀνοίγω:
    \вскрывать конверт ἀνοίγω τό φάκελλο·
    2. мед. κάνω νεκροψία, νεκροτομώ (труп)/ σχάζω, (δι)ανοίγω (нарыв)·
    3. перен (обнаруживать) ἀποκαλύπτω, φανερώνω, ξεσκεπάζω.

    Русско-новогреческий словарь > вскрывать

  • 114 выводить

    выводить
    несов
    1. (откуда-л.) ἐξάγω, ἐκβάλλω, βγάζω ἔξω, ὀδηγῶ ἐξω/ ἀποκομίζω (уводить)/ ἀποσύρω (войска)·
    2. (исключать) βγάζω, διώχνω, ἀποβάλλω, ἀποπέμπω:
    \выводить из состава президиума βγάζω ἀπό τό προεδρείο·
    3. (уничтожать) ξερριζώνω (сорняки и т. п.)/ ἐξοντώνω, ἐξολοθρεύω (паразитов)/ βγάζω, καθαρίζω, ξελεκιάζω (пятна и т. п.)·
    4. (делать вывод) συμπεραίνω, συνάγω·
    5. (выращивать) μεγαλώνω, θρέφω, τρέφω (животных)/ καλλιεργώ τά φυτά (растения):
    \выводить цыплят ἐκκολάπτω, ξεκλωσσώ· 6.:
    \выводить на орбиту τοποθετώ στήν τροχιά· ◊ \выводить из затруднения βγάζω ἀπό τή δυσκολία· \выводить из терпения кого́-л. κάνω κάποιον νά χάσει τήν ὑπομονή του· \выводить кого́-л. на свежую воду ξεσκεπάζω κάποιον, ξεμασκαρώνω, ἀποκαλύπτω· \выводить из строя а) воен. θέτω ἐκτός μάχης, καθιστώ ἀνίκανο, б) (привести в негодность) ἀχρηστεύω.

    Русско-новогреческий словарь > выводить

  • 115 выдавать

    выдавать
    несов, выдать сов Ϊ. (что-либо) δίνω, παραδίνω, ἐγχειρίζω/ διανέμω, μοιράζω (распределять)·
    2. (властям) παραδίνω, ἐκδίδω·
    3. (предавать, доносить) καταγγέλλω, προδίνω·
    4. (обнаруживать) ἀποκαλύπτω, φανερώνω:
    \выдавать себя ἀποκαλύπτομαι, προδίνομαι·
    5. (за что-л. или за кого-л.):
    \выдавать чужую работу за свой παρουσιάζω ξένη δουλειά γιά δική μου· \выдавать себя за профессора κάνω τόν καθηγητή, παρουσιάζομαι γιά καθηγητής· ◊ \выдавать замуж παντρεύω.

    Русско-новогреческий словарь > выдавать

  • 116 выявить

    выявить
    сов, выявлять несов ί. (проявлять) ἐκδηλώνω, φανερώνω, καθιστώ πρόδηλο[ν] (или προφανές)·
    2. (обнаруживать) ἀνακαλύπτω, ἀποκαλύπτω.

    Русско-новогреческий словарь > выявить

  • 117 демаскировать

    демаскировать
    сов и несов βγάζω τή μάσκα ἀπό κάποιον, ἀφαιρώ τό προσω-πεῖο[ν], ἀποκαλύπτω, ξεμασκαρεύω.

    Русско-новогреческий словарь > демаскировать

  • 118 наружу

    наружу
    нареч ἔξω:
    выносить \наружу βγάζω ἔξω· выставлять \наружу перен φέρνω σέ φῶς, ἀποκαλύπτω, βγάζω στή φόρα

    Русско-новогреческий словарь > наружу

  • 119 обличать

    облич||а́ть
    несов
    1. (разоблачать) ἀποκαλύπτω, ξεσκεπάζω, στηλιτεύω:
    \обличать во лжи ξεσκεπάζω τό ψέμμα·
    2. (обнаруживать) φανερώνω, δείχνω.

    Русско-новогреческий словарь > обличать

  • 120 поведать

    поведать
    сов ἀνακοινώνω, λέγω / ἀποκαλύπτω (открыть):
    \поведать свой тайну ἐκμυστηρεύομαι, λέγω τό μυστικό μου.

    Русско-новогреческий словарь > поведать

См. также в других словарях:

  • ἀποκαλύπτω — uncover pres subj act 1st sg ἀποκαλύπτω uncover pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αποκαλύπτω — αποκαλύπτω, αποκάλυψα βλ. πίν. 11 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • αποκαλύπτω — (AM ἀποκαλύπτω) 1. αφαιρώ το κάλυμμα, ξεσκεπάζω 2. φανερώνω, παρουσιάζω 3. εκμυστηρεύομαι σε κάποιον κάτι νεοελλ. Ι. φέρνω στην επιφάνεια, βγάζω στη φόρα II. ( ομαι) 1. βγάζω το καπέλο μου 2. φρ. «αποκαλύπτομαι μπροστά σε κάποιον» σέβομαι κάποιον …   Dictionary of Greek

  • αποκαλύπτω — ψα, φτηκα, μμένος 1. ξεσκεπάζω, βγάζω στη φόρα: Αποκαλύφτηκαν τα σχέδια των οργανωτών του πραξικοπήματος. 2. σέβομαι, θαυμάζω κάποιον: Μπροστά σ αυτόν αποκαλύπτομαι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀποκαλύπτῃ — ἀποκαλύπτω uncover pres subj mp 2nd sg ἀποκαλύπτω uncover pres ind mp 2nd sg ἀποκαλύπτω uncover pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποκαλύψουσι — ἀποκαλύπτω uncover aor subj act 3rd pl (epic) ἀποκαλύπτω uncover fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ἀποκαλύπτω uncover fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποκαλύψω — ἀποκαλύπτω uncover aor subj act 1st sg ἀποκαλύπτω uncover fut ind act 1st sg ἀποκαλύπτω uncover aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποκεκαλυμμένα — ἀποκαλύπτω uncover perf part mp neut nom/voc/acc pl ἀποκεκαλυμμένᾱ , ἀποκαλύπτω uncover perf part mp fem nom/voc/acc dual ἀποκεκαλυμμένᾱ , ἀποκαλύπτω uncover perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπεκαλύφθην — ἀποκαλύπτω uncover aor ind pass 3rd pl (epic doric aeolic) ἀποκαλύπτω uncover aor ind pass 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπεκάλυπτον — ἀποκαλύπτω uncover imperf ind act 3rd pl ἀποκαλύπτω uncover imperf ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποκαλυπτομένων — ἀποκαλύπτω uncover pres part mp fem gen pl ἀποκαλύπτω uncover pres part mp masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»