-
61 ἀποκαλυπτόμενον
ἀποκαλύπτωuncover: pres part mp masc acc sgἀποκαλύπτωuncover: pres part mp neut nom /voc /acc sg -
62 αποκαλυπτόντων
ἀποκαλύπτωuncover: pres part act masc /neut gen plἀποκαλύπτωuncover: pres imperat act 3rd pl -
63 ἀποκαλυπτόντων
ἀποκαλύπτωuncover: pres part act masc /neut gen plἀποκαλύπτωuncover: pres imperat act 3rd pl -
64 αποκαλυφθέντα
ἀποκαλύπτωuncover: aor part pass neut nom /voc /acc plἀποκαλύπτωuncover: aor part pass masc acc sg -
65 ἀποκαλυφθέντα
ἀποκαλύπτωuncover: aor part pass neut nom /voc /acc plἀποκαλύπτωuncover: aor part pass masc acc sg -
66 αποκαλυψάντων
ἀποκαλύπτωuncover: aor part act masc /neut gen plἀποκαλύπτωuncover: aor imperat act 3rd pl -
67 ἀποκαλυψάντων
ἀποκαλύπτωuncover: aor part act masc /neut gen plἀποκαλύπτωuncover: aor imperat act 3rd pl -
68 αποκαλύπτει
-
69 ἀποκαλύπτει
-
70 αποκαλύπτον
ἀποκαλύπτωuncover: pres part act masc voc sgἀποκαλύπτωuncover: pres part act neut nom /voc /acc sg -
71 ἀποκαλύπτον
ἀποκαλύπτωuncover: pres part act masc voc sgἀποκαλύπτωuncover: pres part act neut nom /voc /acc sg -
72 αποκαλύπτοντα
ἀποκαλύπτωuncover: pres part act neut nom /voc /acc plἀποκαλύπτωuncover: pres part act masc acc sg -
73 ἀποκαλύπτοντα
ἀποκαλύπτωuncover: pres part act neut nom /voc /acc plἀποκαλύπτωuncover: pres part act masc acc sg -
74 αποκαλύπτοντι
ἀποκαλύπτωuncover: pres part act masc /neut dat sgἀποκαλύπτωuncover: pres ind act 3rd pl (doric) -
75 ἀποκαλύπτοντι
ἀποκαλύπτωuncover: pres part act masc /neut dat sgἀποκαλύπτωuncover: pres ind act 3rd pl (doric) -
76 αποκαλύπτουσι
ἀποκαλύπτωuncover: pres part act masc /neut dat pl (attic epic doric ionic)ἀποκαλύπτωuncover: pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) -
77 ἀποκαλύπτουσι
ἀποκαλύπτωuncover: pres part act masc /neut dat pl (attic epic doric ionic)ἀποκαλύπτωuncover: pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) -
78 αποκαλύπτουσιν
ἀποκαλύπτωuncover: pres part act masc /neut dat pl (attic epic doric ionic)ἀποκαλύπτωuncover: pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) -
79 ἀποκαλύπτουσιν
ἀποκαλύπτωuncover: pres part act masc /neut dat pl (attic epic doric ionic)ἀποκαλύπτωuncover: pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) -
80 αποκαλύψαι
См. также в других словарях:
ἀποκαλύπτω — uncover pres subj act 1st sg ἀποκαλύπτω uncover pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αποκαλύπτω — αποκαλύπτω, αποκάλυψα βλ. πίν. 11 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
αποκαλύπτω — (AM ἀποκαλύπτω) 1. αφαιρώ το κάλυμμα, ξεσκεπάζω 2. φανερώνω, παρουσιάζω 3. εκμυστηρεύομαι σε κάποιον κάτι νεοελλ. Ι. φέρνω στην επιφάνεια, βγάζω στη φόρα II. ( ομαι) 1. βγάζω το καπέλο μου 2. φρ. «αποκαλύπτομαι μπροστά σε κάποιον» σέβομαι κάποιον … Dictionary of Greek
αποκαλύπτω — ψα, φτηκα, μμένος 1. ξεσκεπάζω, βγάζω στη φόρα: Αποκαλύφτηκαν τα σχέδια των οργανωτών του πραξικοπήματος. 2. σέβομαι, θαυμάζω κάποιον: Μπροστά σ αυτόν αποκαλύπτομαι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀποκαλύπτῃ — ἀποκαλύπτω uncover pres subj mp 2nd sg ἀποκαλύπτω uncover pres ind mp 2nd sg ἀποκαλύπτω uncover pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποκαλύψουσι — ἀποκαλύπτω uncover aor subj act 3rd pl (epic) ἀποκαλύπτω uncover fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ἀποκαλύπτω uncover fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποκαλύψω — ἀποκαλύπτω uncover aor subj act 1st sg ἀποκαλύπτω uncover fut ind act 1st sg ἀποκαλύπτω uncover aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποκεκαλυμμένα — ἀποκαλύπτω uncover perf part mp neut nom/voc/acc pl ἀποκεκαλυμμένᾱ , ἀποκαλύπτω uncover perf part mp fem nom/voc/acc dual ἀποκεκαλυμμένᾱ , ἀποκαλύπτω uncover perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπεκαλύφθην — ἀποκαλύπτω uncover aor ind pass 3rd pl (epic doric aeolic) ἀποκαλύπτω uncover aor ind pass 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπεκάλυπτον — ἀποκαλύπτω uncover imperf ind act 3rd pl ἀποκαλύπτω uncover imperf ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποκαλυπτομένων — ἀποκαλύπτω uncover pres part mp fem gen pl ἀποκαλύπτω uncover pres part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)