-
1 αποθήκαι
-
2 ἀποθῆκαι
-
3 ὀρυκτός
A dug, formed by digging,τάφρον ὑπερθορέονται ὀρυκτήν Il.8.179
, al., cf. X.An.1.7.14; opp. a natural channel, στόματα, opp.ἰθαγενέα, Hdt.2.17 ; λίμνη ib. 149; ;εἴσοδοι X.An.4.5.25
;ἀποθῆκαι ὀ. ὑπόγειοι Plu.2.770e
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὀρυκτός
См. также в других словарях:
ἀποθῆκαι — ἀποθήκη any place wherein to lay up fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)