-
1 αποθριζω
1) состригать(τρίχας, ἄκρας κόμας Eur.)
2) отрезать, отрубать(κεφαλήν, med. γλῶσσαν Anth.)
-
2 αποθρίζω
-
3 ἀποθρίζω
-
4 ἀποθρίζω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀποθρίζω
-
5 ἀπο-θερίζω
ἀπο-θερίζω, abmähen, ἀποϑερίσαι Ael. H. N. 1, 5, s. ἀποϑρίζω.
-
6 θερίζω
A (lyr.): [tense] fut. [dialect] Att. : [tense] aor. (anap.), syncop. (cf. ἀποθρίζω); poet.ἐθέρισσα AP9.451
; later (subj.)ἐκθερίξω Anacreont. 9.7
:—[voice] Med.(v. infr.):—[voice] Pass., [tense] aor. ἐθερίσθην: [tense] pf. τεθέρισμαι (v. infr.): ([etym.] θέρος):—do summer-work, mow, reap, σῖτον, κριθάς, Hdt.4.42, Ar.Av. 506, etc.: abs., harvest, Phld.Mus.p.71 K.: freq. metaph., joined withσπείρω, αἰσχρῶς μὲν ἔσπειρας κακῶς δὲ ἐθέρισας Gorg.Fr. 16
D., cf. Plu.2.394e;ἡ ῥητορικὴ καρπὸν ὧν ἔσπειρε θερίζει Pl.Phdr. 260d
;οὐκ ἔστι μὴ σπείραντα θερίσαι κάρπιμα Epigr.Gr.1039.15
:— [voice] Med.,καρπὸν Δηοῦς θερίσασθαι Ar.Pl. 515
:—[voice] Pass.,ἃ [δράγματα] ἔτυχεν.. τεθερισμένα X.HG7.2.8
.2 metaph., mow down,Ἄρη τὸν.. θερίζοντα βροτούς A.Supp. 637
(lyr.), cf.Ag. 536;βίον θ. ὥστε κάρπιμον στάχυν E.Hyps.Fr.34(60).94
; θ. Ἀσίαν to plunder it, Plu.2.182a.3 cut off,κεφαλὴν καὶ γλῶσσαν ἄκραν S.Aj. 239
; ;γλῶσσαν AP9.451
: metaph., σελίδος νεαρῆς θ. στάχυν ib.4.2.3 (Phil.): —[voice] Pass., ἥτις [πῶλος].. θέρος θερισθῇ ξανθὸν αὐχένων ἄπο who had her crop of yellow mane cut off, S.Fr.659.4.4 metaph., reap a good harvest, Ar.Ach. 947 (lyr.); of bribes, Lib.Or.47.26.5 ὁ θερίζων (with or without λόγος), a logical fallacy, Chrysipp.Stoic.2.94, D.L.7.25: pl., ib.44.II intr., pass the summer, X.An.3.5.15;θ. ἐν τοῖς ψυχροῖς, χειμάζουσι δ' ἐν τοῖς ἀλεεινοῖς Arist.HA 596b26
, cf. 598a25.
См. также в других словарях:
ἀποθρίζω — ἀποθερίζω cut off pres subj act 1st sg ἀποθερίζω cut off pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)