-
1 αποδυσάμενος
-
2 ἀποδυσάμενος
-
3 ἀποδύω
I in [tense] fut. -δύσω, [tense] aor. 1 - έδῡυσα (for [tense] pf. - δέδῡκα v. infr. 11.1), trans. used by Hom. (esp. in Il.) of stripping armour from the slain,1 c. acc. rei, strip off,τεύχεα δ' Ἕκτωρ δηώσας ἀπέδυσε Il.18.83
, cf. 4.532, etc.;ἀπὸ μὲν φίλα εἵματα δύσω 2.261
;ἀ. τί τινος Pl.Chrm. 154e
.2 c. acc. pers., strip,ἀπέδυσε τὰς.. γυναῖκας Hdt.5.92
.ή, cf. Pl.Epigr.12.3; ἵνα μὴ ῥιγῶν ἀποδύη (sc. τοὺς ὁδοιπόρους) Ar.Av. 712, cf. Th. 636, Ec. 668: c. dupl. acc.,τὴν ἐσθῆτά τινα ἀ. Luc.Nigr.13
:—[voice] Pass., to be stripped of one's clothes, οὔ τοι τοῦτον ἀποδυθήσομαι (sc. τὸν τρίβωνα) Ar.V. 1122;ἵνα μή ποτε κἀποδυθῆ μεθύων Id.Ra. 715
, cf. Pl. 930;θοἰμάτιον ἀποδεδύσθαι Lys. 10.10
; ἀποδυόμενος stripped of its shell, of the nautilus, Arist.HA 622b18.II [voice] Med., [tense] fut. - δύσομαι: [tense] aor. 1- εδυσάμην Od.5.349
(v.l.), Pl.R. 612a(v.l.), Lys.Fr.232S., etc.; mostly with intr. [tense] aor. 2 [voice] Act. ἀπέδυν, [tense] pf. ἀποδέδῡκα (used trans. by X.An.5.8.23 πολλοὺς ἤδη ἀποδέδυκεν):—strip off oneself, take off,εἵματα ταῦτ' ἀποδύς Od.5.343
;ἀπόδυθι.. θοἰμάτιον Ar.Th. 214
; τῶν ἱματίων ἀποδύσας ([tense] aor. 2 part. pl. fem.) having stripped off some of them, ib. 656;σῶμ' ἀποδυσάμενος Epigr.Gr.403
([place name] Galatia): metaph.,ἀ. τὴν ὑπόκρισιν J.AJ13.7.1
.2 abs., ἀποδυσάμενος having stripped, v.l. for ἀπολυς-, Od.5.349; stripped naked,Th.
1.6, cf. Pl.Mx. 236d: metaph., ἀποδύεσθαι πρὸς τὸ λέγειν, εἰς ἀγορανομίαν, Plu.Dem.6, Brut.15; οἱ ἀποδυόμενοι εἰς τὴν παλαίστραν those who strip for the palaestra, who practise there, Lys.Fr.45.1;εἰς τὸ γυμνάσιον IG14.256
([place name] Phintias);πρὸς τὸ ἀχανὲς πέλαγος Jul.Or.4.142c
; ἀποδύντες τοῖς ἀναπαίστοις ἐπίωμεν let us strip and attack the anapaests, Ar.Ach. 627, cf. Ra. 641. -
4 μεταμφιάζω
A change the dress of another, strip off his dress, τινα Plu. and Luc. ll.cc.; τὰ τοῦ πλησίον Max.Tyr.l.c.: c. dupl. acc.,τὸ λαμπρὸν σχῆμα μ. τινά Hld.2.21
: metaph., change,τι εἴς τι AP6.165
(Phal.):—[voice] Med., take off one's own dress, τὴν βασιλικὴν ἐσθῆτα μεταμφιασαμένη v.l. in Phylarch.30 J. (cf. sq.);πορφυρίδα μεταμφιάσομαι Luc.Herm.86
codd.; ἀποδυσάμενος τὸν Πυθαγόραν τίνα μετημφιάσω μετ' αὐτόν; what body didst thou assume after him? Id.Gall. 19; μ. τὴν τύχην, τὸν βίον, Vett. Val.131.8, Procop.Arc.17.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μεταμφιάζω
-
5 ἀποδύω
ἀπο-δύω, fut. ἀποδύσω, aor. 1 ἀπέδῦσε, aor. 2 part. ἀποδύς: act. (pres., fut., aor. 1), strip off (from another), τεύχεα, Δ , Il. 18.83; mid. (aor. 2), put off (doff), εἵματα, Od. 5.343; ἀποδῦσάμενος, Od. 5.349; better reading ἀπολῦσάμενος.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἀποδύω
См. также в других словарях:
ἀποδυσάμενος — ἀποδῡσάμενος , ἀποδύνω strip off aor part mid masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταμφιέζω — (ΑΜ μεταμφιέζω και μεταμφιάζω) 1. αλλάζω το ένδυμα κάποιου, ντύνω κάποιον με άλλο ένδυμα («μεταμφιέσασα τὸν μὲν Κροῑσον ἠνάγκασε τὴν οἰκέτου... σκευὴν ἀναλαβεῑν», Λουκιαν.) 2. μέσ. μτφ. μεταμορφώνομαι, αλλάζω τη μορφή μου με άλλη («ἀποδυσάμενος… … Dictionary of Greek
μυρίαθλος — και ποιητ. τ. μυριάεθλος, ον (Α) ήρωας μυρίων αγώνων, άνδρας με μυριάδες αγώνες μσν. το ουδ. ως ουσ. τὸ μυρίαθλον μυριάδα αγώνων («οὐχ ὅτι πρὸς πένταθλον, ἀλλ εἰς μυρίαθλον ἀποδυσάμενος», Ακρόπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μυρι(ο) * + ἆθλος (πρβλ. αρίστ… … Dictionary of Greek