-
1 αποδοκει
impers. не угодно, нежелательно(τινι ποιεῖν и μέ ποιεῖν τι Her., Xen.)
μετέπειτεν, ὥς σφι ἀπέδοξε Her. — впоследствии, когда вкусы их переменились
См. также в других словарях:
αποδοκεί — ἀποδοκεῑ (Α) [δοκεί] απρόσ. φαίνεται καλό σε κάποιον να μη κάνει κάτι … Dictionary of Greek