-
1 ἀποδοκεῖ
См. также в других словарях:
αποδοκεί — ἀποδοκεῑ (Α) [δοκεί] απρόσ. φαίνεται καλό σε κάποιον να μη κάνει κάτι … Dictionary of Greek
1 ἀποδοκεῖ
αποδοκεί — ἀποδοκεῑ (Α) [δοκεί] απρόσ. φαίνεται καλό σε κάποιον να μη κάνει κάτι … Dictionary of Greek