-
1 αποβλεπω
1) смотреть, глядеть(εἴς τινα и τι Thuc., Xen., Plut., τι и κατά τι Plut., Luc.)
2) обращать свои взоры, взирать (с надеждой, интересом или восхищением)(πρός τινα Eur., Xen., Plut., εἴς τινα Eur. и τινά Luc.; ἀποβλέπεσθαι ὑπὸ τῶν Ἑλλήνων Plut.)
3) отдавать свое внимание, посвящать свои заботы(πρὸς τὰ κοινά Eur.; εἰς τὸν ἀγρόν Arph.)
-
2 ἀποβλέπω
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ἀποβλέπω
-
3 αποβλέπω
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > αποβλέπω
-
4 αποβλέπω
(αόρ. απέβλεψα и απόειδα) αμετ.1) иметь в виду, метить; стремиться; преследовать цель; 2) взирать с надеждой, возлагать надежды (на кого-что-л.); § (είδα κι') απόειδα а) я потерял всякую надежду; б) мне надоело; απόειδα να περιμένω я устал, мне надоело ждать -
5 ἀποβλέπω
взирать, внимательно смотреть или глядеть, направлять взор.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἀποβλέπω
-
6 ἀποβλέπω
-
7 απόειδα
αόρ. от αποβλέπω -
8 578
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 578
См. также в других словарях:
αποβλέπω — αποβλέπω, απέβλεψα βλ. πίν. 9 Σημειώσεις: αποβλέπω : εύχρηστος κυρίως ο ενεστώτας, με την έννοια → αποσκοπώ. Στον αόριστο δεν πρέπει να γίνεται σύγχυση με τον τύπο απόειδα, που χρησιμοποιείται μόνο στην έκφραση είδα και απόειδα → απελπίστηκα,… … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ἀποβλέπω — look away from pres subj act 1st sg ἀποβλέπω look away from pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αποβλέπω — (AM ἀποβλέπω) 1. ατενίζω, βλέπω προσεκτικά 2. βλέπω με αισιοδοξία, ευελπιστώ 3. αφορώ ή επιδιώκω («σε τι αποβλέπει») 4. παύω να βλέπω, γυρίζω τα μάτια μου αλλού μσν. νεοελλ. βλέπω το αποτέλεσμα νεοελλ. 1. δεν δίνω προσοχή σε κάτι ή κάποιον, τον… … Dictionary of Greek
αποβλέπω — απόβλεψα (για το απόειδα βλ. ειδικό λήμμα), στρέφω το βλέμμα μου ή τις βλέψεις μου σε κάποιον ή κάτι, επιδιώκω: Αποβλέπει στο να τον διαδεχτεί στη διεύθυνση του μαγαζιού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀποβλέπεσθε — ἀποβλέπω look away from pres imperat mp 2nd pl ἀποβλέπω look away from pres ind mp 2nd pl ἀποβλέπω look away from imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποβλέπετε — ἀποβλέπω look away from pres imperat act 2nd pl ἀποβλέπω look away from pres ind act 2nd pl ἀποβλέπω look away from imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποβλέπῃ — ἀποβλέπω look away from pres subj mp 2nd sg ἀποβλέπω look away from pres ind mp 2nd sg ἀποβλέπω look away from pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποβλεπομένων — ἀποβλέπω look away from pres part mp fem gen pl ἀποβλέπω look away from pres part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποβλεπόμενον — ἀποβλέπω look away from pres part mp masc acc sg ἀποβλέπω look away from pres part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποβλεπόντων — ἀποβλέπω look away from pres part act masc/neut gen pl ἀποβλέπω look away from pres imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποβλεψάντων — ἀποβλέπω look away from aor part act masc/neut gen pl ἀποβλέπω look away from aor imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)