-
41 ἀπεβίβαζε
-
42 απεβίβασα
-
43 ἀπεβίβασα
-
44 απεβίβασαν
-
45 ἀπεβίβασαν
-
46 απεβίβασε
-
47 ἀπεβίβασε
-
48 απεβίβασεν
-
49 ἀπεβίβασεν
-
50 ἀποβαίνω
A- εβήσετο Il.2.35
: [tense] aor. 2 ἀπέβην: [tense] pf. ἀποβέβηκα—in these tenses intr. ([tense] pres. not in Hom.):— step off from a place, νηὸς ἀ. alight, disembark from a ship, Od.13.281; ἀπὸ τῶν νεῶν, ἀπὸ τῶν πλοίων, Hdt.5.86,4.110;ἐκ τῶν νεῶν X.HG5.1.12
:abs., disembark, Hdt.2.29, Th.1.111, etc.;ἀ. ἐς χώρην Hdt.7.8
.β, cf. E.Fr. 705, Th.4.9, Lys.2.21;ἐς τὴν γῆν Th.1.100
; ἐξ ἵππων ἀ. ἐπὶ χθόνα dismount from a chariot, Il.3.265, cf. 11.619;ἵππων 17.480
; but in D.61.23 τὸ ἀποβαίνειν seems to be the art of leaping from horse to horse (cf. ἀποβάτης)τῇ συνωρίδι τοῦ ἀποβάντος IG9(2).527.10
([place name] Larissa): generally, ἀβάτων ἀποβάς having stepped off ground on which none should step, S.OC 167.2 go away, depart, Il.1.428, 5.133, etc.;ἀπέβη πρὸς μακρὸν Ολυμπον 24.468
; πρὸς δώματα, κατὰ δῶμα, Od.4.657, 715;μετ' ἀθανάτους Il.21.298
: c. gen.,ἀ. πεδίων E. Hec. 140
;ἀπὸ τῆς φάτνης X.Eq.Mag.1.16
; of death,ἀπὸ δὲ φθίμενοι βεβᾶσι E.Andr. 1022
; of hopes, vanish, come to nought, Id.Ba. 909 (lyr.).II of events, issue, result from,τὰ ἔμελλε ἀποβήσεσθαι ἀπὸ τῆς μάχης Hdt.9.66
; resulted,Pl.
Phlb. 39a, cf. Lg. 782e;ὅ τι ἀποβήσεται Id.Prt. 318a
, etc.; τὸ ἀποβαῖνον, [var] contr. τὠποβαῖνον, the issue, event, Hdt.2.82, etc.; τὰ ἀποβαίνοντα, τὸ ἀποβάν, the results, Th.1.83, 2.87; the probable results,Id.
3.38, cf. S.E.M.5.103.2 freq. with an Adv. or other qualifying phrase, σκοπέειν.. τὴν τελευτὴν κῇ ἀποβήσεται how it will turn out, issue, Hdt.1.32; ἀ. τῇ περ εἶπε ib.86; ἀ. κατὰ τὸ ἐόν ib.97; ἀ. παρὰ δόξαν, ἀ. τοιοῦτον, Id.8.4,7.23;τοιόνδ' ἀπέβη τόδε πρᾶγμα E. Med. 1419
, cf. X.Cyr.1.5.13;πολέμου τοιοῦτον ἀπέβη τὸ τέλος Plb.26.6.15
;οὐδὲν αὐτῷ.. ὡς προσεδέχετο ἀπέβαινεν Th.4.104
, cf. 3.26;παρὰ γνώμην ἀ. 5.14
; opp.κατὰ γνώμαν ἀ. Theoc.15.38
;πῶς ἡ φήμη δοκεῖ ὑμῖν ἀποβῆναι; And.1.131
.3 abs., turn out well, succeed,ἡ ὑπόσχεσις ἀπέβη Th.4.39
, cf. 5.14; of dreams, turn out true, Arist.Div. Somn.463b10.4 of persons, with an Adj., turn out, prove to be so and so, ἀ. οὐ κοινοί prove partial, Th.3.53;ἀ. χείρους Pl.Lg. 952b
;φρενιτικοὶ ἀ. Hp.Coac. 405
;τύραννος ἐκ βασιλέως ἀ. Plb.7.13.7
; also of a wound,ἰάσιμον ἀ. Pl.Lg. 878c
.b with εἰς.., ἀ. εἰς τὰ πολιτικὰ οἱ τοιοῦτοι prove fit for public affairs, Id.Smp. 192a;ἐς ἀλαθινὸν ἄνδρ' ἀ. Theoc.13.15
.c of conditions, etc., ἀπέβη ἐς μουναρχίην things ended in a monarchy, Hdt.3.82; ;ἀποβήσεται εἰς μαρτυρίαν Ev.Luc.21.13
.5 of space, μέγεθος μὲν ἦν πρὸς τὸν Ἠριδανὸν ἀποβεβηκῦα reaching, extending to.., Pl.Criti. 112a.6 τῷ ἀποβεβηκότι ποδί with the hind foot, opp. τῷ προβεβηκότι, Arist.IA 706a9.B causal, in [tense] aor. 1 ἀπέβησα, cause to dismount, disembark, land (in which sense ἀποβιβάζω serves as [tense] pres.),ἀ. στρατιήν Hdt.5.63
, 6.107;ἐς τὴν Ψυττάλειαν Id.8.95
.II hence, in [voice] Pass., τὸ ἀποβαινόμενον σκέλος a leg put out so as not to bear the weight of the body, Hp.Art.52:—[voice] Act., Id.Mochl.20.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀποβαίνω
См. также в других словарях:
αποβιβάζω — αποβιβάζω, αποβίβασα βλ. πίν. 35 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
αποβιβάζω — (AM ἀποβιβάζω) βγάζω απο το πλοίο στη στεριά ή από άλλο συγκοινωνιακό μέσο σε κατάλληλο χώρο … Dictionary of Greek
αποβιβάζω — βίβασα, βιβάστηκα, βιβασμένος (για επιβάτες και εμπορεύματα), ξεμπαρκάρω: Το πλοίο θα αποβιβάσει οχτακόσιους επιβάτες και πεντακόσιους τόνους εμπορεύματα. Το μέσ., αποβιβάζομαι βγαίνω από το πλοίο στη στεριά: Οι επιβάτες βράδυναν να αποβιβαστούν … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀποβιβάζῃ — ἀποβιβάζω make to get off pres subj mp 2nd sg ἀποβιβάζω make to get off pres ind mp 2nd sg ἀποβιβάζω make to get off pres subj act 3rd sg ἀποβιβάζω make to get off pres subj mp 2nd sg ἀποβιβάζω make to get off pres ind mp 2nd sg ἀποβιβάζω make to … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποβιβασθέντα — ἀποβιβάζω make to get off aor part pass neut nom/voc/acc pl ἀποβιβάζω make to get off aor part pass masc acc sg ἀποβιβάζω make to get off aor part pass neut nom/voc/acc pl ἀποβιβάζω make to get off aor part pass masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποβιβάζει — ἀποβιβάζω make to get off pres ind mp 2nd sg ἀποβιβάζω make to get off pres ind act 3rd sg ἀποβιβάζω make to get off pres ind mp 2nd sg ἀποβιβάζω make to get off pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπεβίβαζον — ἀποβιβάζω make to get off imperf ind act 3rd pl ἀποβιβάζω make to get off imperf ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποβιβασθῆναι — ἀποβιβάζω make to get off aor inf pass ἀποβιβάζω make to get off aor inf pass … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποβιβασθέντες — ἀποβιβάζω make to get off aor part pass masc nom/voc pl ἀποβιβάζω make to get off aor part pass masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποβιβάζοντας — ἀποβιβάζω make to get off pres part act masc acc pl ἀποβιβάζω make to get off pres part act masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποβιβάζοντες — ἀποβιβάζω make to get off pres part act masc nom/voc pl ἀποβιβάζω make to get off pres part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)