Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἀπλοίᾳ

См. также в других словарях:

  • ἀπλοίᾳ — ἀπλοίᾱͅ , ἄπλοια impossibility of sailing fem dat sg (attic doric aeolic) ἀπλοΐαι , ἄπλοια impossibility of sailing fem nom/voc pl ἀπλοΐᾱͅ , ἄπλοια impossibility of sailing fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄπλοια — impossibility of sailing fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άπλοια — η (AM ἄπλοια, Α κ. ιων. ἀπλοΐη) [άπλους] αναγκαστική παραμονή των πλοίων στο λιμάνι εξαιτίας κακοκαιρίας ή αντίθετων ανέμων …   Dictionary of Greek

  • ἀπλοίας — ἀπλοίᾱς , ἄπλοια impossibility of sailing fem acc pl ἀπλοίᾱς , ἄπλοια impossibility of sailing fem gen sg (attic doric aeolic) ἀπλοΐᾱς , ἄπλοια impossibility of sailing fem acc pl ἀπλοΐᾱς , ἄπλοια impossibility of sailing fem gen sg (attic… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπλοίαι — ἀπλοίᾱͅ , ἄπλοια impossibility of sailing fem dat sg (attic doric aeolic) ἀπλοΐαι , ἄπλοια impossibility of sailing fem nom/voc pl ἀπλοΐᾱͅ , ἄπλοια impossibility of sailing fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπλοίαις — ἄπλοια impossibility of sailing fem dat pl ἀπλοΐαις , ἄπλοια impossibility of sailing fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπλοίης — ἄπλοια impossibility of sailing fem gen sg (epic ionic) ἀπλοΐης , ἄπλοια impossibility of sailing fem gen sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπλοίῃ — ἄπλοια impossibility of sailing fem dat sg (epic ionic) ἀπλοΐῃ , ἄπλοια impossibility of sailing fem dat sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄπλοιαι — ἄπλοια impossibility of sailing fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • повѣтриѥ — ПОВѢТРИ|Ѥ (4*), ˫А с. Попутный ветер: Елиномъ ѹстремльшемсѧ на троаду. и со въкупльшимъсѧ. повѣтри˫а не бы имъ артемидою. (ἄπλοια γίνεται!) ГБ к. XIV, 16а; дондеже повѣтрье(м) пловеши ѹбоисѧ потоплень˫а. (ἐξ οὐρίας) Там же, 30а; Дондеже пловеши с …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • κεναγγής — κεναγγής, ές (Α) 1. αυτός που αδειάζει από τα αγγεία τού σώματος την τροφή η οποία περιέχεται σ αυτά, επομένως αυτός που προετοιμάζει πείνα, λιμό («ἀπλοίᾳ κεναγγεῑ» από την αδυναμία να ξεκινήσουν τα πλοία, η οποία τά άδειαζε από τις τροφές και… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»