-
1 απλικιτάριοι
-
2 ἀπλικιτάριοι
-
3 απλικιταρίων
-
4 ἀπλικιταρίων
См. также в других словарях:
ἀπλικιτάριοι — camp prison masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπλικιταρίων — ἀπλικιτάριοι camp prison masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)