-
1 απλικιταρίων
-
2 ἀπλικιταρίων
См. также в других словарях:
ἀπλικιταρίων — ἀπλικιτάριοι camp prison masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 απλικιταρίων
2 ἀπλικιταρίων
ἀπλικιταρίων — ἀπλικιτάριοι camp prison masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)