Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ἀπλανές

См. также в других словарях:

  • ἀπλανές — ἀπλανής not wandering masc/fem voc sg ἀπλανής not wandering neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • безльстьнъ — (1*) пр. Непогрешимый, безошибочный: не оукланѩющесѩ ѡ(т) заповѣдии. ни на десно ни на лѣво. но цр(с)кимъ и средни(м) ||=ходѩще путе(м). имже бываеть сп(с)ние. и безлестно д҃ши и бл҃гоходно (ἡ σωτηρία καὶ τὸ ἀπλανές) ФСт XIV, 191 192 …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • HOROSCOPA Vasa — apud Plin. l. 2. c. 71. et 72. Qua de causa ad Oceanum navigames, quamvis brevissimo die vincunt spatia nocturnae navigationis, ut Solem ipsum comitantes, vasaque Horoscopa non ubique eadem sunt usui in trecentis stadiis, aut ut longissime, in… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ORION — Poetis venator est, et satelles Dianae, auditor Atlantis, qui doctrinam de caelestibus motibus, et stellis ex Libya in Graeciam attulit. Nomen eius quidam ab ὥρα, quod significat differentias temporum anni, ver, aeslatem, etc. deducunt. Quamquam… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • SCORPIUS seu SCORPIO — SCORPIUS, seu SCORPIO unum ex XII. Zodiaci signis, quod a Sole subitur pridie Idus Octobris. Oritur autem eôdem tem pore, quô Orion occidit. Qui Astronomicum poeticum conscripserunt, hunc eum volunt fuisse Scorpium, qui Orionem interemit, cum… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • αγωνία — Η ταραχή· αίσθημα ανασφάλειας ή και φόβου. (Βιολ.)Η μεταβατική περίοδος κατά την οποία εξαφανίζονται οι δυνατότητες της ζωής, οι τελευταίες στιγμές πριν από τον θάνατο. Κύρια συμπτώματα της α. είναι: δυσκολία στην αναπνοή που συνοδεύεται με ρόγχο …   Dictionary of Greek

  • πολυπλανής — ές, Α 1. ο πολυπλάνητος, αυτός που πλανιέται άθελα του σε πολλά μέρη («ὁ δ ἐμός ἐν ἁλὶ πολυπλανὴς πόσις ὀλόμενος οἴχεται», Ευρ.) 2. ο διαρκώς κινούμενος, ασταθής («πεζὸν και ἔνυδρον καὶ πολυπλανὲς καὶ ἀπλανές», Πλάτ.) 3. (για φυτό) αυτός που… …   Dictionary of Greek

  • Ήλιος — ο 1. αυτόφωτο απλανές ουράνιο σώμα που κατέχει το κέντρο του πλανητικού μας συστήματος: Μια περιφορά της Γης γύρω από τον Ήλιο διαρκεί ένα έτος. 2. κάθε παρόμοιο αστέρι: Στο σύμπαν υπάρχουν αμέτρητοι ήλιοι. 3. το φυτό ηλίανθος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • απλανής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή, ακίνητος, σταθερός: Είχε βλέμμα απλανές· (αστρον.), «απλανείς αστέρες», αυτοί που κρατούν τη θέση τους σταθερή στον ουράνιο θόλο (σ αντίθεση με τους πλανήτες που αλλάζουν θέση) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»