-
1 απερίτμητος
-
2 ἀπερίτμητος
-
3 απεριτμητος
-
4 ἀπερίτμητος
ἀπερίτμητος, ον (s. περιτέμνω; oft. LXX; Philo; Jos., Bell. 1, 34, Ant. 20, 45; in Plut., Mor. 495c=unmutilated).① lit. uncircumcised (so also PEdgar 84, 14=Sb 6790, 14 [257 B.C.]; Just.) ἔθνη ἀπερίτμητα ἀκροβυστίᾳ (v.l. ἀκροβυστίαν) gentiles w. uncircumcised foreskin B 9:5a (Jer 9:25).② fig. obdurate, ἀ. καρδίαις καὶ τοῖς ὠσίν uncir. in heart and ears Ac 7:51 (after Lev 26:41; Jer 6:10; Ezk 44:7, 9); ἀ. καρδίας B 9:5b (Jer 9:25b). Cp. Dssm., B 151 (BS 153).—DELG s.v. τέμνω. M-M. TW. -
5 ἀπερίτμητος
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ἀπερίτμητος
-
6 απερίτμητος
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > απερίτμητος
-
7 ἀπερίτμητος
необрезанный.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἀπερίτμητος
-
8 ἀπερίτμητος
-ος,-ον + A 3-14-16-1-2=36 Gn 17,14; Ex 12,48; Lv 26,41; Jos 5,4.6uncircumcised Gn 17,14; uncircumcised, impure (metaph.) Lv 26,41; neol.Cf. HARL 1986a, 171; LEE, J. 1983 111.146 -
9 ἀπερίτμητος
ἀπερί-τμητος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀπερίτμητος
-
10 ἀπερίτμητος
-
11 απερίτμητον
ἀπερίτμητοςuncircumcised: masc /fem acc sgἀπερίτμητοςuncircumcised: neut nom /voc /acc sg -
12 ἀπερίτμητον
ἀπερίτμητοςuncircumcised: masc /fem acc sgἀπερίτμητοςuncircumcised: neut nom /voc /acc sg -
13 απεριτμήτοις
-
14 ἀπεριτμήτοις
-
15 απεριτμήτου
-
16 ἀπεριτμήτου
-
17 απεριτμήτους
-
18 ἀπεριτμήτους
-
19 απεριτμήτω
-
20 ἀπεριτμήτῳ
- 1
- 2
См. также в других словарях:
απερίτμητος — ἀπερίτμητος, ον (Α) [περιτέμνω] 1. αυτός που δεν έχει περικοπεί ή περιοριστεί 2. αυτός που δεν έχει υποστεί περιτομή … Dictionary of Greek
ἀπερίτμητος — uncircumcised masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
απερίτμητος — η, ο αυτός που δεν υποβλήθηκε σε περιτομή: Αυτός που προσχωρεί στη μουσουλμανική θρησκεία δεν μπορεί να μείνει απερίτμητος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀπερίτμητον — ἀπερίτμητος uncircumcised masc/fem acc sg ἀπερίτμητος uncircumcised neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπεριτμήτοις — ἀπερίτμητος uncircumcised masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπεριτμήτου — ἀπερίτμητος uncircumcised masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπεριτμήτους — ἀπερίτμητος uncircumcised masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπεριτμήτων — ἀπερίτμητος uncircumcised masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπεριτμήτῳ — ἀπερίτμητος uncircumcised masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπερίτμητα — ἀπερίτμητος uncircumcised neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπερίτμητοι — ἀπερίτμητος uncircumcised masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)