Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἀπερίτμητος

См. также в других словарях:

  • απερίτμητος — ἀπερίτμητος, ον (Α) [περιτέμνω] 1. αυτός που δεν έχει περικοπεί ή περιοριστεί 2. αυτός που δεν έχει υποστεί περιτομή …   Dictionary of Greek

  • ἀπερίτμητος — uncircumcised masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • απερίτμητος — η, ο αυτός που δεν υποβλήθηκε σε περιτομή: Αυτός που προσχωρεί στη μουσουλμανική θρησκεία δεν μπορεί να μείνει απερίτμητος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀπερίτμητον — ἀπερίτμητος uncircumcised masc/fem acc sg ἀπερίτμητος uncircumcised neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπεριτμήτοις — ἀπερίτμητος uncircumcised masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπεριτμήτου — ἀπερίτμητος uncircumcised masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπεριτμήτους — ἀπερίτμητος uncircumcised masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπεριτμήτων — ἀπερίτμητος uncircumcised masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπεριτμήτῳ — ἀπερίτμητος uncircumcised masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπερίτμητα — ἀπερίτμητος uncircumcised neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπερίτμητοι — ἀπερίτμητος uncircumcised masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»