-
1 απεγνωσμένη
ἀπογιγνώσκωdepart from a judgement: perf part mp fem nom /voc sg (attic epic ionic)——————ἀπογιγνώσκωdepart from a judgement: perf part mp fem dat sg (attic epic ionic) -
2 ἀπεγνωσμένη
Βλ. λ. απεγνωσμένη -
3 ἀπεγνωσμένῃ
Βλ. λ. απεγνωσμένη -
4 ενέργεια
η1) действие; усилие; деятельность;ο τρόπος ενέργειας — образ действия;
όλες μου οι ενέργειες έμειναν άκαρπες — все мой усилия оказались бесплодными;
2) поступок, акт;απεγνωσμένη (τολμηρή) ενέργ — отчаянный (смелый) поступок;
3) физ. энергия, сила;ατομική ενέργεια — атомная энергия;
4) воен. нахождение на (действительной) службе (тж. о чиновниках);5) грам, действие;§ εν ενέργεία — а) в действии; — б) на (действительной) службе;
ηφαίστειο εν ενέργεία — действующий вулкан;
προς ενέργειαν — к исполнению;
θέτω ( — или βάζω) κάτι οέ ενέργ — пускать в ход; — вводить в действие, в строй; — давать ход чему-л.;
βάζω σε ενέργεια όλα τα μέσα — пустить в ход все средства
-
5 προσπάθεια
η1) усилие, старание;καταβάλλω ( — или κάνω) προσπάθεια' — стараться, прилагать усилия;
με κοινές προσπάθειαες — общими усилиями;
2) стремление, попытка;απεγνωσμένη προσπάθεια — отчаянная попытка;
όλες οι προσπάθειαες απέτυχαν — все попытки провалились
См. также в других словарях:
ἀπεγνωσμένη — ἀπογιγνώσκω depart from a judgement perf part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπεγνωσμένῃ — ἀπογιγνώσκω depart from a judgement perf part mp fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ρώμη — I (Rome). Όνομα δύο πόλεων των Η.Π.Α. 1. Πρωτεύουσα της περιοχής Ονέιντα, της Πολιτείας της Ν. Υόρκης (44 350 κάτ.). Είναι χτισμένη στις όχθες του ποταμού Μόουχωκ, βορειοδυτικά της Ούτικα. Πρόκειται για βιομηχανικό κέντρο και σιδηροδρομικό κόμβο… … Dictionary of Greek
Σπάρτη — I Μυθικό πρόσωπο επώνυμη ηρωίδα της Σπάρτης κόρη του Ευρώτα και της Κλήτας και σύζυγος του Λακεδαίμονα. Ήταν μητέρα του Αμύκλα, της Ευρυδίκης, του Ίμερου και της Ασίνης. II Πόλη (14.084 κάτ.) της νότιας Πελοποννήσου, πρωτεύουσα του νομού Λακωνίας … Dictionary of Greek
αγωνία — Η ταραχή· αίσθημα ανασφάλειας ή και φόβου. (Βιολ.)Η μεταβατική περίοδος κατά την οποία εξαφανίζονται οι δυνατότητες της ζωής, οι τελευταίες στιγμές πριν από τον θάνατο. Κύρια συμπτώματα της α. είναι: δυσκολία στην αναπνοή που συνοδεύεται με ρόγχο … Dictionary of Greek
από — (I) (AM ἀπό) πρόθ. σημαίνει 1. απομάκρυνση από τόπο, πρόσωπο, πράγμα, ενέργεια («έφυγε από την πόλη», «ἀπὸ θαλάσσης ᾠκίσθησαν») 2. αλλαγή («από δήμαρχος κλητήρας», «ἀθανάταν ἀπὸ θνατᾱς ἐποίησας Βερενίκαν») 3. προέλευση από τόπο ή πρόσωπο («πήρε… … Dictionary of Greek
εξπρεσιονισμός — Καλλιτεχνικό και λογοτεχνικό κίνημα. Εκδηλώθηκε στη Γερμανία από το 1910 έως το 1925 και αντιπροσωπεύει τη γερμανική παραλλαγή της μεγάλης ευρωπαϊκής επανάστασης της πρωτοπορίας. Τον όρο ε. χρησιμοποίησε πρώτη φορά το 1901 στη Γαλλία ο ζωγράφος… … Dictionary of Greek
ρεσάλτο — το, Ν 1. έφοδος ειδικού αγήματος πλοίου για κατάληψη εχθρικού πλοίου έπειτα από εμβολή του 2. μτφ. τολμηρή, απεγνωσμένη απόπειρα ή επίθεση, έφοδος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. risalto] … Dictionary of Greek
ρώμη — I (Rome). Όνομα δύο πόλεων των Η.Π.Α. 1. Πρωτεύουσα της περιοχής Ονέιντα, της Πολιτείας της Ν. Υόρκης (44 350 κάτ.). Είναι χτισμένη στις όχθες του ποταμού Μόουχωκ, βορειοδυτικά της Ούτικα. Πρόκειται για βιομηχανικό κέντρο και σιδηροδρομικό κόμβο… … Dictionary of Greek
σπάρτη — I Μυθικό πρόσωπο επώνυμη ηρωίδα της Σπάρτης κόρη του Ευρώτα και της Κλήτας και σύζυγος του Λακεδαίμονα. Ήταν μητέρα του Αμύκλα, της Ευρυδίκης, του Ίμερου και της Ασίνης. II Πόλη (14.084 κάτ.) της νότιας Πελοποννήσου, πρωτεύουσα του νομού Λακωνίας … Dictionary of Greek
Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… … Dictionary of Greek