Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ἀπαίδευτος

См. также в других словарях:

  • ἀπαίδευτος — uneducated masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • απαίδευτος — η, ο 1. αμόρφωτος, αμαθής: Στενοχωριόταν που είχε μείνει ουσιαστικά απαίδευτος. 2. αβασάνιστος: Δε γερνά, γιατί είναι άνθρωπος απαίδευτος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • απαίδευτος — η, ο (AM ἀπαίδευτος, ον) αμόρφωτος νεοελλ. αυτός που δεν πέρασε βάσανα αρχ. 1. αυτός που δεν έχει ασκηθεί σε κάτι 2. αδέξιος, άκομψος …   Dictionary of Greek

  • ἀπαιδευτότερον — ἀπαίδευτος uneducated adverbial comp ἀπαίδευτος uneducated masc acc comp sg ἀπαίδευτος uneducated neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπαιδευτοτάτων — ἀπαίδευτος uneducated fem gen superl pl ἀπαίδευτος uneducated masc/neut gen superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπαιδευτότατον — ἀπαίδευτος uneducated masc acc superl sg ἀπαίδευτος uneducated neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπαιδεύτως — ἀπαίδευτος uneducated adverbial ἀπαίδευτος uneducated masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπαίδευτον — ἀπαίδευτος uneducated masc/fem acc sg ἀπαίδευτος uneducated neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπαιδευτοτάτοις — ἀπαίδευτος uneducated masc/neut dat superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπαιδευτοτάτους — ἀπαίδευτος uneducated masc acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπαιδευτοτέροις — ἀπαίδευτος uneducated masc/neut dat comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»