-
1 απαίδευτος
-
2 ἀπαίδευτος
-
3 ἀπαίδευτος
ἀπαίδευτος, ον (s. παιδεύω; Eur., Pla. et al.; PSI 1282, 59 Hymn to Demeter; POxy 2339, 18; BGU 1578, 14; LXX; Philo; Jos., Ant. 2, 285, C. Ap. 2, 37; SibOr 3, 670, mostly of pers.; adv. Tat. 2, 1) uninstructed, uneducated (w. ἄφρων, ἀσύνετος, μωρός) 1 Cl 39:1. ζητήσεις uninformed speculations 2 Ti 2:23 (cp. Xenophon, Ep. 2 Ad Crit. p. 789 γνώμη ἀ.; Pla., Phdr. 269b ῥῆμα ἀ.).—M-M. TW. -
4 ἀπαίδευτος
-ος,-ον + A 0-0-2-7-9=18 Is 26,11; Zph 2,1; Prv 5,23; 8,5; 15,12uncultivated, foolish, impiousCf. LARCHER 1985, 947 -
5 ἀπαίδευτος
ἀπαίδ-ευτος, ον,A uneducated,παιδεύσωμεν τὸν ἀ. E.Cyc. 493
, cf. Pl.Tht. 175d;πιθανώτεροι οἱ ἀ. τῶν πεπαιδευμένων ἐν τοῖς ὄχλοις Arist.Rh. 1395b27
, cf. E.Hipp. 989: c. gen. rei, uninstructed in.., X.Cyr.3.3.55.2 boorish, rude, Pl.Grg. 510b, etc.;ῥῆμα ἀ. Id.Phdr. 269b
;ἀ. βίος Alex.284
;πνεῦμα Philem.213.11
; ἀ. μαρτυρία clumsy evidence, Aeschin.1.70;ζητήσεις 2 Ep.Ti.2.23
: [comp] Comp., Nicoch.3.II Adv. ; , Alex.267.4, cf. Philostr.VA6.36;φληναφᾶσθαι Phld.Rh.1.227S.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀπαίδευτος
-
6 απαιδευτότερον
ἀπαίδευτοςuneducated: adverbial compἀπαίδευτοςuneducated: masc acc comp sgἀπαίδευτοςuneducated: neut nom /voc /acc comp sg -
7 ἀπαιδευτότερον
ἀπαίδευτοςuneducated: adverbial compἀπαίδευτοςuneducated: masc acc comp sgἀπαίδευτοςuneducated: neut nom /voc /acc comp sg -
8 απαιδευτοτάτων
ἀπαίδευτοςuneducated: fem gen superl plἀπαίδευτοςuneducated: masc /neut gen superl pl -
9 ἀπαιδευτοτάτων
ἀπαίδευτοςuneducated: fem gen superl plἀπαίδευτοςuneducated: masc /neut gen superl pl -
10 απαιδευτότατον
ἀπαίδευτοςuneducated: masc acc superl sgἀπαίδευτοςuneducated: neut nom /voc /acc superl sg -
11 ἀπαιδευτότατον
ἀπαίδευτοςuneducated: masc acc superl sgἀπαίδευτοςuneducated: neut nom /voc /acc superl sg -
12 απαιδεύτως
-
13 ἀπαιδεύτως
-
14 απαίδευτον
-
15 ἀπαίδευτον
-
16 απαιδευτοτάτοις
-
17 ἀπαιδευτοτάτοις
-
18 απαιδευτοτάτους
-
19 ἀπαιδευτοτάτους
-
20 απαιδευτοτέροις
См. также в других словарях:
ἀπαίδευτος — uneducated masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
απαίδευτος — η, ο 1. αμόρφωτος, αμαθής: Στενοχωριόταν που είχε μείνει ουσιαστικά απαίδευτος. 2. αβασάνιστος: Δε γερνά, γιατί είναι άνθρωπος απαίδευτος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
απαίδευτος — η, ο (AM ἀπαίδευτος, ον) αμόρφωτος νεοελλ. αυτός που δεν πέρασε βάσανα αρχ. 1. αυτός που δεν έχει ασκηθεί σε κάτι 2. αδέξιος, άκομψος … Dictionary of Greek
ἀπαιδευτότερον — ἀπαίδευτος uneducated adverbial comp ἀπαίδευτος uneducated masc acc comp sg ἀπαίδευτος uneducated neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπαιδευτοτάτων — ἀπαίδευτος uneducated fem gen superl pl ἀπαίδευτος uneducated masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπαιδευτότατον — ἀπαίδευτος uneducated masc acc superl sg ἀπαίδευτος uneducated neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπαιδεύτως — ἀπαίδευτος uneducated adverbial ἀπαίδευτος uneducated masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπαίδευτον — ἀπαίδευτος uneducated masc/fem acc sg ἀπαίδευτος uneducated neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπαιδευτοτάτοις — ἀπαίδευτος uneducated masc/neut dat superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπαιδευτοτάτους — ἀπαίδευτος uneducated masc acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπαιδευτοτέροις — ἀπαίδευτος uneducated masc/neut dat comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)