-
1 απαθή
ἀπαθήςnot suffering: neut nom /voc /acc pl (attic epic doric)ἀπαθήςnot suffering: masc /fem /neut nom /voc /acc dual (doric aeolic)ἀπαθήςnot suffering: masc /fem acc sg (attic epic doric) -
2 ἀπαθῆ
ἀπαθήςnot suffering: neut nom /voc /acc pl (attic epic doric)ἀπαθήςnot suffering: masc /fem /neut nom /voc /acc dual (doric aeolic)ἀπαθήςnot suffering: masc /fem acc sg (attic epic doric) -
3 ἀπαθής
ἀπᾰθής, ές,A not suffering or having suffered, c. gen.,ἀ. ἔργων αἰσχρῶν Thgn.1177
;κακῶν Hdt.1.32
, 2.119, X.An.7.7.33, etc.;ἀεικείης Hdt.3.160
;τῶν σεισμῶν τοῦ σώματος Pl.Phlb. 33e
;νόσων D.60.33
, etc.; but also, without experience of,πόνων Hdt.6.12
;καλῶν μεγάλων Id.1.207
: abs., A.Pers. 862 (lyr.), Th.1.26;πρός τινος Pi.P.4.297
; χάριν ἴσθι ἐὼν ἀ. be grateful for going unpunished, Hdt.9.79: generally, unaffected,τὸ οἰκεῖον ὑπὸ τοῦ οἰκείου ἐστὶν ἀ. Arist.Pr. 872a11
, cf. Thphr.Ign.42;πρός τι Plu.Alc.13
, etc.: c. dat. modi, Luc.Nav. 44.b Medic., of organs, unaffected, sound,μόρια Aret.SD1.7
, cf. Gal.5.122; τὰ ἀπαθῆ τῶν ᾠῶν good eggs, Alex.Aphr. Pr.2.76.II without passion or feeling, insensible, free from emotion, Arist.Top. 125b23, cf. Rh. 1378a5, 1383a28, Stoic.3.109, al., Pers.Stoic.1.99; of the Cynics, Polystr.p.20 W.; unmoved by..,τινός Phld.Acad. Ind.p.51
M. Adv.-θῶς, ἔχειν Plu.Sol.20
: [comp] Comp.- έστερον Plot.
3.6.9: [comp] Sup.- ἐστατα Longin.41.1
.2 of things, not liable to change, impassive, Arist.Metaph. 1019a31,al.;ἀ. αἱ ἰδέαι Id.Top. 148a20
, cf. Metaph. 991b26;Ἀναξαγόρας τὸν νοῦν ἀ. φάσκων Id.Ph. 256b25
;ὁ δὲ νοῦς ἴσως θειότερόν τι καὶ ἀπαθές ἐστιν Id.de An. 408b29
, cf. 430a18;οὐσία ἀσώματος καὶ ἀ. Plu.2.765a
; ἀ. ὑπὸ τῶν πολλῶν unaffected by the many, Dam.Pr.60.3 Medic., unaffected by disease, healthy,περιταμὼν ἄχρι τῶν ἀπαθῶν Gal.5.122
, cf. Antyll. ap. Orib.44.23.13.IV Gramm., not modified, of uncontracted verbs, Theodos.Can.p.36H.; of patronymics, Eust.13.17; in Metric, free from metrical licences, Ps.-Plu.Metr.p.472B.V ἀπαθῆ, τὰ μὴ ὡς ἀληθῶς γεγονότα πάθη AntiphoSoph.5. -
4 ἀ-παθής
ἀ-παθής, ές (πάϑος), ohne Leiden, nichts leidend, πρὸς ἀστῶν Pind. P. 4, 297, ungekränkt von Bürgern; ὑπό τινος Plut.; absol., οἶκοι Aesch. Pers. 846; unversehrt, Her. 9, 97; Xen. Cyr. 7, 1, 32; χώρα Thue. 8, 25; gew. c. gen., κακῶν, nichts gelitten habend, Her. 1, 32. 5, 19, wie Lys. 2, 27; Plat. Phaedr. 250 c u. sonst; πόνων, nicht an Anstrengung gewöhnt, nicht gern ertragend, wie impatiens, Her. 6, 12; καλῶν, μεγάλων, 1, 207, unbekannt damit. Ueberh. frei von etwas, τῶν σεισμῶν τοῦ σώματος Plat. Phil. 33 e. Selten c. dat., ἀπ. τῷ πυρί Luc. nav. 44, unempfindlich gegen das Feuer. – Bei Stoikern bes. leidenschaftslos, gelassen; sonst im tadelnden Sinne, gefühllos, stumpfsinnig, Arist.; Plut. Rom. 7; πρός τι, unempfänglich für etwas, de audit. 9. – Bei den Gramm. sind ἀπαϑῆ verba intransitiva. – Adv. ἀπαϑῶς, z. B. ἔχειν Plut. Sol. 20.
-
5 ἀπαθής
ἀ-παθής, ohne Leiden, nichts leidend; unversehrt; nichts gelitten habend; nicht an Anstrengung gewöhnt, nicht gern ertragend. Überh. frei von etwas. Bei Stoikern bes. leidenschaftslos, gelassen; sonst im tadelnden Sinne, gefühllos, stumpfsinnig; unempfänglich für etwas. Bei den Gramm. sind ἀπαϑῆ verba intransitiva
См. также в других словарях:
ἀπαθῆ — ἀπαθής not suffering neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἀπαθής not suffering masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἀπαθής not suffering masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οίδα — (ΑΜ οἶδα, Α αιολ. τ. ὄϊδα) 1. γνωρίζω, ξέρω (α. «ὅς ᾔδη τά τ ἐόντα τά τ ἐσσόμενα πρό τ ἐόντα», Ομ. Ιλ. β. «ἴστω ὑπὸ τοῡ ἀδελφοῡ ἀποθανών», Ηρόδ.) 2. φρ. α) «ἕv οἶδα ὅτι οὐδὲν οἶδα» ένα πράγμα γνωρίζω, ότι τίποτε δεν γνωρίζω β) «οὐκ οἴδασι τί… … Dictionary of Greek
τίθημι — ΝΜΑ (μέσ. παθ.) τίθεμαι τοποθετούμαι νεοελλ. (κυρίως σε φρ.) α) «τίθεμαι επικεφαλής» i) μπαίνω πρώτος στη σειρά ii) μτφ. γίνομαι αρχηγός, προΐσταμαι β) «τίθεμαι επί ποδός» δραστηριοποιούμαι, κινητοποιούμαι γ) «τίθεμαι επί το έργον» καταπιάνομαι… … Dictionary of Greek
έχω — (I) (ΑΜ ἔχω) 1. κρατώ κάτι στα χέρια μου, είμαι ο κάτοχος (κύριος, ιδιοκτήτης) ενός πράγματος («έχει σπίτια και κτήματα») 2. (για προσωπική κράτηση) κρατώ, φυλάω («τόν έχουν μέσα» ή «τόν έχουν στη φυλακή») 3. (για δήλωση συγγενικού δεσμού ή άλλης … Dictionary of Greek
μείρομαι — (I) (ΑM μείρομαι) 1. (στον παθ. παρακμ. και υπερσ. ως απρόσ.) εἵμαρται, εἵμαρτο είναι πεπρωμένο, είναι (ήταν) ορισμένο από τη μοίρα («νῡν δὲ με λευγαλέῳ θανάτῳ εἵμαρτο ἁλῶναι», Ομ. Ιλ.) 2. (το θηλ. μτχ. παθ. παρακμ. ως ουσ.) ἡ εἱμαρμένη η μοίρα,… … Dictionary of Greek
πηγνύω — ΝΜΑ, και πήγνυμι ΜΑ 1. εμπηγνύω, μπήγω 2. συναρμόζω, συναρμολογώ 3. μεταβάλλω ρευστό σε στερεό (α. «ο ψυχρός αέρας πηγνύει τη λάβα στις κλιτύς τού ηφαιστείου» β. «κρύσταλλος πέπηγεν», Θουκ.) 4. (σχετικά με γάλα ή τυρί) πήζω μσν. αρχ. 1. καρφώνω,… … Dictionary of Greek
πλήττω — και πλήσσω ΝΜΑ καταφέρω πλήγμα, χτυπώ κάποιον με κάτι νεοελλ. 1. τραυματίζω, πληγώνω 2. καταλαμβάνομαι από ανία, αισθάνομαι πλήξη, βαριέμαι 3. στενοχωριέμαι, μελαγχολώ 4. μτφ. πληγώνω ψυχικώς («τὸν έπληξε μεγάλη συμφορά») αρχ. 1. (για τον Δία)… … Dictionary of Greek
ρηγνύω — ῥηγνύω ΝΜΑ, και ῥήγνυμι ΜΑ 1. χαλώ τη συνοχή ενός σώματος, σχίζω, σπάζω, κομματιάζω, τέμνω (α. «ῥήξειν τὰ δεσμά», Λουκιαν. β. «πέπλους ῥήγνυσιν», Αισχύλ. γ. «γῆς ἀρότρους ῥήξας δάπεδον», Αριστοφ.) νεοελλ. φρ. «ρηγνύω κραυγή» βγάζω δυνατή φωνή,… … Dictionary of Greek
στρέφω — ΝΜΑ, και δωρ. τ. στράφω και αιολ. τ. στροφῶ, άω και δ. αν. στρόφω Α 1. (αμτβ.) μετακινούμαι επί τόπου αλλάζοντας μέτωπο ή καθώς κινούμαι αλλάζω κατεύθυνση (α. «έστρεψε λίγο αριστερά προκειμένου να τόν δει» β. «λίγο πιο κάτω έστριψε στον διπλανό… … Dictionary of Greek
στρώνω — ΝΜΑ και στρώννυμι και στρωννύω και στορέννυμι και στόρνυμι Α 1. απλώνω κάτι ώστε να καλύψει μια επιφάνεια, καλύπτω μια επιφάνεια απλώνοντας ή διασπείροντας ένα υλικό πάνω σε αυτήν (α. «στρώσε το τραπεζομάντιλο» β. «τό στρωσε» ενν. το χιόνι γ.… … Dictionary of Greek
χέω — και χεύω και επικ. τ. χείω ΜΑ (σχετικά με ρευστό) χύνω, αφήνω να ρεύσει, να τρέξει προς τα κάτω (μσν. αρχ.) (το μέσ.) χέομαι α) (για ένδυμα) πέφτω σχηματίζοντας πτυχές β) (για τον λόγο τού Θεού) εξαπλώνομαι, διαδίδομαι («τοῡ σωτηρίου λόγου… … Dictionary of Greek