-
1 ἀποφεῖν
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀποφεῖν
-
2 ἀπαφίσκω
Grammatical information: v.Meaning: `deceive' (Od.).Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]Etymology: The present was probably built on the aorist. vW. connects μέμφομαι (but reduplication of ἀφ- \< *m̥bh- is not very probable). The form ἀποφεῖν, if not under influence of ἀπό, may prove substr. origin; Fur. 341; on p. 234 he connects ἀπάτη. Perhaps here ἀποφώλιος.Page in Frisk: 1,119Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἀπαφίσκω
См. также в других словарях:
αποφώλιος — ἀποφώλιος, ον (Α) 1. ανώφελος, μάταιος 2. αποκρουστικός, τερατώδης. [ΕΤΥΜΟΛ. Ομηρικό επίθετο αβέβαιης σημασίας. Οι αρχαίοι το ερμήνευσαν «ανεμώλιος, μάταιος», δηλ. «μάταιος, κενός». Συνδέεται πιθ. με το απαφείν (αιολ. ή αχαϊκό αποφείν) αόρ. του… … Dictionary of Greek