Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἀπαριθμήσῃ

  • 1 απαριθμήση

    ἀπαριθμήσηι, ἀπαρίθμησις
    counting over: fem dat sg (epic)
    ἀπαριθμέω
    count over: aor subj mid 2nd sg
    ἀπαριθμέω
    count over: aor subj act 3rd sg
    ἀπαριθμέω
    count over: fut ind mid 2nd sg
    ἀ̱παριθμήσῃ, ἀπαριθμέω
    count over: futperf ind mp 2nd sg (doric aeolic)
    ἀ̱παριθμήσῃ, ἀπαριθμέω
    count over: futperf ind mid 2nd sg (doric aeolic)
    ἀπαριθμέω
    count over: aor subj mid 2nd sg
    ἀπαριθμέω
    count over: aor subj act 3rd sg
    ἀπαριθμέω
    count over: fut ind mid 2nd sg
    ἀπᾱριθμήσῃ, ἀπαριθμέω
    count over: futperf ind mp 2nd sg (doric aeolic)
    ἀπᾱριθμήσῃ, ἀπαριθμέω
    count over: futperf ind mid 2nd sg (doric aeolic)

    Morphologia Graeca > απαριθμήση

  • 2 ἀπαριθμήσῃ

    ἀπαριθμήσηι, ἀπαρίθμησις
    counting over: fem dat sg (epic)
    ἀπαριθμέω
    count over: aor subj mid 2nd sg
    ἀπαριθμέω
    count over: aor subj act 3rd sg
    ἀπαριθμέω
    count over: fut ind mid 2nd sg
    ἀ̱παριθμήσῃ, ἀπαριθμέω
    count over: futperf ind mp 2nd sg (doric aeolic)
    ἀ̱παριθμήσῃ, ἀπαριθμέω
    count over: futperf ind mid 2nd sg (doric aeolic)
    ἀπαριθμέω
    count over: aor subj mid 2nd sg
    ἀπαριθμέω
    count over: aor subj act 3rd sg
    ἀπαριθμέω
    count over: fut ind mid 2nd sg
    ἀπᾱριθμήσῃ, ἀπαριθμέω
    count over: futperf ind mp 2nd sg (doric aeolic)
    ἀπᾱριθμήσῃ, ἀπαριθμέω
    count over: futperf ind mid 2nd sg (doric aeolic)

    Morphologia Graeca > ἀπαριθμήσῃ

  • 3 απαρίθμηση

    [-ις (-εως)] η
    1) перечисление; подсчитывание; 2) подробный перечень

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > απαρίθμηση

  • 4 απαρίθμηση

    [апаритмиси] ουσ θ исчисление, подсчитывание.

    Эллино-русский словарь > απαρίθμηση

  • 5 απαρίθμηση

    sayma, numaralama

    Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό > απαρίθμηση

См. также в других словарях:

  • απαρίθμηση — η καταμέτρηση, λεπτομερειακή μνημόνευση σειράς πραγμάτων: Έκαμε μια σύντομη απαρίθμηση των προσόντων του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • απαρίθμηση — η (AM ἀπαρίθμησις, εως) το να απαριθμεί κάποιος, το μέτρημα ή καταμέτρηση …   Dictionary of Greek

  • ἀπαριθμήσῃ — ἀπαριθμήσηι , ἀπαρίθμησις counting over fem dat sg (epic) ἀπαριθμέω count over aor subj mid 2nd sg ἀπαριθμέω count over aor subj act 3rd sg ἀπαριθμέω count over fut ind mid 2nd sg ἀ̱παριθμήσῃ , ἀπαριθμέω count over futperf ind mp 2nd sg (doric… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • κατάλογος — Πίνακας, καταγραφή, απαρίθμηση μιας κατηγορίας αντικειμένων, σύμφωνα με καθορισμένη σειρά, συνήθως αλφαβητική. Ο όρος κ. στην κλασική αρχαιότητα σήμαινε ακριβώς μια κατάσταση αντικειμένων ή προσώπων που είχε συνταχθεί με βάση μια συγκεκριμένη… …   Dictionary of Greek

  • Potamoí — Para los descendientes del dios griego Océano, véase Oceánidas. Ποταμοί Potamoí …   Wikipedia Español

  • Mavrochori, Drama — Mavrochori Μαυροχώρι The ruins of the mosque in the village Location …   Wikipedia

  • άλλος — η, ο (ΑΜ ἄλλος, η, ον) (ως αντωνυμία ή επίθετο) 1. αυτός που διακρίνεται από κάποιον ή κάποιους, που ήδη έχουν αναφερθεί ή υπονοηθεί 2. (ενάρθρως) ο άλλος, οι άλλοι αυτός ή αυτοί που απομένουν, οι υπόλοιποι 3. διαφορετικός, αλλιώτικος, άλλου… …   Dictionary of Greek

  • έπαυλη — Τόπος αναψυχής μακριά από την τακτική κατοικία. Η έ. παρουσιάζεται στους προελληνικούς πολιτισμούς (θερινές κατοικίες στην Αίγυπτο, στη μινωική Κρήτη κ.α.), όχι όμως και στον δημοκρατικό ελληνικό κόσμο. Ακόμα και στη δημοκρατική Ρώμη δεν υπάρχουν …   Dictionary of Greek

  • αδίκημα — Πράξη ή παράλειψη αντίθετη με τους νομικούς κανόνες, που έχει ως αποτέλεσμα τη βλάβη ή την προσβολή ενός δημόσιου ή ιδιωτικού αγαθού (ζωή, τιμή, περιουσία κλπ. ατόμων, ακεραιότητα, παραβίαση μυστικών κλπ. της χώρας, ασφάλεια του κρατούντος… …   Dictionary of Greek

  • αρίθμηση — Η παράσταση των φυσικών αριθμών (δηλαδή των θετικών ακεραίων) με ένα κατάλληλο σύστημα, το οποίο να χρειάζεται έναν περιορισμένο αριθμό συμβόλων. Συνεπώς το πρόβλημα της α. μπορεί να τεθεί ως εξής: «να παρασταθεί ένας οποιοσδήποτε φυσικός αριθμός …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»