-
1 перечень
-
2 перечисление
1. (чего-л. в определённой последовательности) η απαρίθμηση 2. (перевод) το έμβασμα (ταχυδρομικό ή τραπεζικό)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > перечисление
-
3 неполный
неполн||ыйприл ἐλλ(ε)ιπής, λειψός, μή πλήρης, ἀνεπαρκής:\неполный стакан τό μισογεμάτο ποτήρι· \неполный перечень ἡ μή πλήρης ἀπαρίθμηση· \неполныйая средняя школа ἡ ἐπτατάξιος σχολή. -
4 перечень
переченьм ἡ ἀπαρίθμηση [-ις] (действие)/ ὁ κατάλογος (список). -
5 перечисление
перечислениес1. ἡ ἀπαρίθμηση [-ις]·2. фин. τό ἐμβασμα (μέσω τραπέζης ἡ ταμιευτηρίου). -
6 enumeration
noun απαρίθμηση -
7 recitation
[resi-]1) (a poem etc which is recited: a recitation from Shakespeare.) απαγγελία2) (the act of reciting.) απαγγελία: απαρίθμηση -
8 каков
-а, -о αντων.1. (ερωτημ.) τι λογής; τι είδους;•ну что -а она? – чудо! – λοιπόν, τι λογής είναι αυτή; – θαύμα!•
каков он собой? τι εξωτερική εμφάνιση έχει;
2. (αναφορική) ποιος, τι•трудно сказать каков будет урожай δύσκολο είναι να προβλέψεις τι σοδειά θα έχομε•
каков он ποιος είναι αυτός•
-ы наши запасы ποια είναι τα αποθέματα μας.
|| πλθ. -ы όπως (ακολουθεί απαρίθμηση).3. επιφ. τι!каков мерзавец! τι παλιάνθρωπος! τι αχρείος!
εκφρ.каков ни на есть – οποιοσδήποτε•каков собой ή каков из себя – τι εμφάνιση έχει. -
9 нумерация
-и θ.αρίθμηση, αριθμοθέτηση•-страниц αρίθμηση σελίδων, σελίδωση•
нумерация би-лтов αρίθμηση εισιτηρίων•
нумерация домов αρίθμηση των σπιτιών.
|| απαρίθμηση αριθμολόγηση. -
10 пересчёт
-а α.1. μέτρηση, -μα, καταμέτρηση• λογάριασμα• απαρίθμηση.2. ξαναμέτρη-ση, -μα. -
11 перечень
-чня α. απαρίθμηση• κατάλογος. -
12 перечёт
-а α.1. βλ. пересчёт.2. απαρίθμηση. -
13 перечисление
-я ουδ.1. απαρίθμηση.2. ταχυδρομικό ή τραπεζιτικό χρηματικό έμβασμα.3. το παραχωρηθέν (δοθέν) ποσό. -
14 четвёртый
1. (αριθμητικό τακτικό) τέταρτος•четвёртый этаж τέταρτος όροφος.
2. (κατά την απαρίθμηση)• τέταρτο(ν).3. το τεταρτημόριο.εκφρ.четвёртый класс – τρίτη θέση (κατάστρωμα). -
15 numaralama
αρίθμηση, (siralama) απαρίθμηση
См. также в других словарях:
απαρίθμηση — η καταμέτρηση, λεπτομερειακή μνημόνευση σειράς πραγμάτων: Έκαμε μια σύντομη απαρίθμηση των προσόντων του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
απαρίθμηση — η (AM ἀπαρίθμησις, εως) το να απαριθμεί κάποιος, το μέτρημα ή καταμέτρηση … Dictionary of Greek
ἀπαριθμήσῃ — ἀπαριθμήσηι , ἀπαρίθμησις counting over fem dat sg (epic) ἀπαριθμέω count over aor subj mid 2nd sg ἀπαριθμέω count over aor subj act 3rd sg ἀπαριθμέω count over fut ind mid 2nd sg ἀ̱παριθμήσῃ , ἀπαριθμέω count over futperf ind mp 2nd sg (doric… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
κατάλογος — Πίνακας, καταγραφή, απαρίθμηση μιας κατηγορίας αντικειμένων, σύμφωνα με καθορισμένη σειρά, συνήθως αλφαβητική. Ο όρος κ. στην κλασική αρχαιότητα σήμαινε ακριβώς μια κατάσταση αντικειμένων ή προσώπων που είχε συνταχθεί με βάση μια συγκεκριμένη… … Dictionary of Greek
Potamoí — Para los descendientes del dios griego Océano, véase Oceánidas. Ποταμοί Potamoí … Wikipedia Español
Mavrochori, Drama — Mavrochori Μαυροχώρι The ruins of the mosque in the village Location … Wikipedia
άλλος — η, ο (ΑΜ ἄλλος, η, ον) (ως αντωνυμία ή επίθετο) 1. αυτός που διακρίνεται από κάποιον ή κάποιους, που ήδη έχουν αναφερθεί ή υπονοηθεί 2. (ενάρθρως) ο άλλος, οι άλλοι αυτός ή αυτοί που απομένουν, οι υπόλοιποι 3. διαφορετικός, αλλιώτικος, άλλου… … Dictionary of Greek
έπαυλη — Τόπος αναψυχής μακριά από την τακτική κατοικία. Η έ. παρουσιάζεται στους προελληνικούς πολιτισμούς (θερινές κατοικίες στην Αίγυπτο, στη μινωική Κρήτη κ.α.), όχι όμως και στον δημοκρατικό ελληνικό κόσμο. Ακόμα και στη δημοκρατική Ρώμη δεν υπάρχουν … Dictionary of Greek
αδίκημα — Πράξη ή παράλειψη αντίθετη με τους νομικούς κανόνες, που έχει ως αποτέλεσμα τη βλάβη ή την προσβολή ενός δημόσιου ή ιδιωτικού αγαθού (ζωή, τιμή, περιουσία κλπ. ατόμων, ακεραιότητα, παραβίαση μυστικών κλπ. της χώρας, ασφάλεια του κρατούντος… … Dictionary of Greek
αρίθμηση — Η παράσταση των φυσικών αριθμών (δηλαδή των θετικών ακεραίων) με ένα κατάλληλο σύστημα, το οποίο να χρειάζεται έναν περιορισμένο αριθμό συμβόλων. Συνεπώς το πρόβλημα της α. μπορεί να τεθεί ως εξής: «να παρασταθεί ένας οποιοσδήποτε φυσικός αριθμός … Dictionary of Greek