Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

ἀπαντήσω

  • 1 αμελώ

    (ε) (αόρ. αμέλησα) μετ.
    1) небрежно, нерадиво относиться (к кому-чему-л.); пренебрегать (кем-чем-л.);

    αμελώ τα μαθήματα μου — небрежно относиться к занятиям, плохо заниматься;

    αμελώ τα καθήκοντα μου — пренебрегать своими обязанностями;

    2) упускать, забывать; не делать (чего-л. нужного);

    αμελώ να απαντήσω στο γράμμα — не отвечать на письмо;

    3) быть безразличным, равнодушным (к чему-л.)

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > αμελώ

  • 2 αποφεύγω

    (αόρ. απέφυγα) μετ. прям., перен. избегать, уклоняться; ускользать;

    αποφεύγουμε να συναντηθούμε — избегать друг друга;

    αποφεύγω ν' απαντήσω καθαρά — уклоняться, ускользать от прямого ответа;

    αυτό δεν θα μπορέσει να το αποφύγει этого ему не миновать;

    αποφεύγ τό χτύπημα (τη συζήτηση, τη συνάντηση) — уклоняться от удара (разговора, встречи);

    απέφυγε τον κίνδυνο он избежал опасности;

    τον αποφεύγει όπως ο διάβολος το λιβάνι — он бегает от него, как чёрт от ладана

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > αποφεύγω

  • 3 επιφυλάσσω

    επιφυλάττ||ω μετ.
    1) приготовлять, готовить;

    σας επιφυλάσσω μίαν έκπληξιν — я вам готовлю сюрприз;

    2) устраивать;
    μας επεφύλαξαν λαμπρή υποδοχή нам устроили блестящий приём; 3) сохранять, оставлять, резервировать (право и т. п.); 1) — откладывать (ответ, решение и т. п.);

    2) сохранять, оставлять, резервировать за собой право;

    επιφυλάσσομαι ν'άπαντήσω — оставлять за собой право ответить;

    3) ждать, ожидать;

    μας επιφυλάσσεται ευχάριστη έκπληξη — нас ждёт приятная неожиданность

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > επιφυλάσσω

  • 4 κατοπινός

    η, ό 1. следующий; последующий, позднейший;

    τον κατοπινό χρόνο — в следующем году;

    θ' απαντήσω σε κατοπινό γράμμα — я отвечу в следующем письме;

    2. (οί) потомки, следующие поколения

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > κατοπινός

См. также в других словарях:

  • ἀπαντήσω — ἀ̱παντήσω , ἀπαντάω move from aor ind mid 2nd sg (attic doric ionic aeolic) ἀπαντάω move from aor subj act 1st sg (attic ionic) ἀπαντάω move from fut ind act 1st sg (attic doric ionic aeolic) ἀ̱παντήσω , ἀπαντάω move from futperf ind act 1st sg… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • απαξιώ — (Α ἀπαξιῶ, όω) θεωρώ ότι δεν αξίζει τον κόπο να κάνω κάτι («απαξιώ να απαντήσω») αρχ. 1. θεωρώ κάποιον ή κάτι ανάξιο λόγου, ασήμαντο 2. κρίνω κάποιον ότι δεν αξίζει για κάτι …   Dictionary of Greek

  • επιτρέπω — (AM ἐπιτρέπω και ιων. τ. ἐπιτράπω) [τρέπω] 1. δίνω σε κάποιον την άδεια να κάνει κάτι, ανέχομαι (α. «δεν μού επέτρεψε να απαντήσω» β. «οὐκ ἄν ποτ’ ἄλλῳ τοῡτ’ ἐπέτρεψ’ ἐγώ ποιεῑν», Αριστοφ. γ. «ἢν δέ τις μαλακύνηται, μὴ ἐπιτρέπετε», Ξεν.) νεοελλ.… …   Dictionary of Greek

  • επιφυλάσσω — (Α ἐπιφυλάσσω και αττ. τ. ἐπιφυλάττω) φυλάω και προορίζω για κάποιο σκοπό, περιμένω την κατάλληλη περίσταση (α. «η τύχη τού επιφύλαξε μεγάλες συμφορές» β. «σκηνησάμενος ἐν θαλάττῃ τέγγων τοὺς πόδας πλοῡν ἐπιφυλαττέτω», Πλάτ.) νεοελλ. μέσ.… …   Dictionary of Greek

  • κερατένιος — α, ο [κέρατο] 1. αυτός που έχει κέρατα 2. ο κατασκευασμένος από κέρατα 3. αυτός που παρουσιάζει δυσκολίες, δυσχερής («δεν μπόρεσα να απαντήσω σ αυτές τις κερατένιες τις ερωτήσεις») 3. δυσάρεστος, ενοχλητικός («την κερατένια τη βροχή δεν λέει να… …   Dictionary of Greek

  • κομπλάρω — 1. (για πρόσ.) αισθάνομαι αμηχανία ή συστολή μπροστά σε κάποιον ή σε μια κατάσταση, τά χάνω, σαστίζω («η ερώτηση ήταν τόσο αδιάκριτη που κομπλάρησα να απαντήσω») 2. κάνω κάποιον να νιώσει αμηχανία, φέρνω κάποιον σε δύσκολη θέση. [ΕΤΥΜΟΛ. Λ. ξεν.… …   Dictionary of Greek

  • σιωπή — η, ΝΜΑ, και σπάν. τ. σωπή Α 1. η έλλειψη, η διακοπή, η παύση τής ομιλίας (α. «ο πρόεδρος τού σώματος επέβαλε σε όλους σιωπή» β. «τῇ... σάλπιγγι σιωπὴ ὑπεσημάνθη», Θουκ.) 2. (κατ επέκτ.) η έλλειψη κάθε θορύβου, ησυχία, γαλήνη, σιγή (α. «άκρα τού… …   Dictionary of Greek

  • σκέπτομαι — ΝΑ και σκέφτομαι Ν 1. κάνω σκέψεις, διανοούμαι, συλλογίζομαι, διαλογίζομαι, στοχάζομαι (α. «θα τό σκεφθώ και θα σού απαντήσω» β. «ὃ πολλάκις ἐσκεψάμην», Θουκ.) 2. (η μτχ. τού παθ. παρακμ.) εσκεμμένος, η, ο αυτός που γίνεται μετά από σκέψη,… …   Dictionary of Greek

  • συμμετατίθημι — Α 1. μεταθέτω κάτι ταυτόχρονα με κάτι άλλο 2. παθ. συμμετατίθεμαι μεταβάλλομαι συγχρόνως με άλλον 3. φρ. «τὸν θυρεὸν συμμετατίθεμαι πρὸς τὸν τῆς πληγῆς καιρόν» μετακινώ ταυτόχρονα την ασπίδα μου ώστε να απαντήσω και να αποφύγω το χτύπημα τού… …   Dictionary of Greek

  • υποτυγχάνω — Α [τυγχάνω] διακόπτω κάποιον για να απαντήσω …   Dictionary of Greek

  • Αιξωνή — Αρχαίος δήμος της Αττικής, τόπος της Κεκροπίας φυλής, που ονομάστηκε έτσι από τον επώνυμο ήρωα Αίξωνα. Βρισκόταν κοντά στον Αλικούντα (σημερινό Ελληνικό Γλυφάδα) και ήταν ένας από τους πιο πλούσιους δήμους της Αττικής. Είχε ναό της Ήβης. Οι… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»