-
1 ἀπ-αντάω
ἀπ-αντάω, fut. ἀπαντήσομαι z. B. Xen. Hell. 1, 6, 3; Thuc. 4, 77; ἀπαντήσω Eur. Suppl. 772; Diod. Sic. 18, 15 u. Sp.; begegnen, freundlich u. feindlich, τινί, von Her. 8, 9 an bei Thuc., Plat., der auch noch ἐξ ἐναντίας hinzusetzt, Tim. 68 a, u. Folgden häufig; τινά, erst Sp., wie Plut.; App. B. C. 5, 45. Wie Thuc. 2, 20, αὐτῷ εἰς Ἑλευσῖνα οὐκ ἀπήντησαν, wird oft nur der Ort bezeichnet, wo man sich mit Einem treffen will, so daß es nur die Bdtg hinkommen zu haben scheint; εἰς τωὐτό Her. 6, 84; ἐπὶ τόπον 2, 75; Thuc. 4, 70; εἰς στοάν, δεῠρο, Plat. Theaet. 210 d; πρὸς τὸ διαβούλιον Pol. 20, 10. So auch bei Personen, bes. im feindlichen Sinne, πρός τινα Lys. 2, 24; Isocr. 4, 86; εἴς τινα Lys. 2, 30; πρὸς τὴν δίκην, sich stellen vor Gericht, Plat. Legg. XI, 936 e; εἰς ἀγῶνα VIII, 830 a; oft bei Dem., z. B. ἐπὶ τὴν δίαιταν, sich vor den Schiedsrichter stellen, 21, 93; πρὸς τὸν διαιτητήν 40, 11; πρὸς τοὺς ϑεσμοϑέτας 22, 21; absol. in derselben Bdtg, 40, 16; ἐπὶ τὴν συγκειμένην ἡμέραν, εἰς τὸ Ἡφαιστεῖον, zum Termin, 33, 18; ἐπὶ τὸ ὀμόσαι 33, 14; im Reden worauf kommen, ἐπί τι Dem. Mid. 41; 24, 193. – Bes. auch mit Worten begegnen, antworten, πρός τι u. τινί, Pol. u. Plut.; – πρός τι, sich an etwas machen, z. B. πρὸς τὰς μαϑήσεις Plat. Theaet. 144 b; hindern, Eur. Hipp. 1329. – Intr., wie Strab. VI, 3, 4 ἡ κακοπραγία ἀπαντῆσαι λέγεται αὐτῷ, so wohl im Allgem. widerfahren, sich begeben, als auch gelingen; oft bei Pol. u. Sp., z. B. ὑπὸῬωμαίων αὐτοῖς Pol. 32, 7, der auch das pass. so braucht, εἰκότως αὐτοῖς ἀπηντήϑη 2, 7; ἀπηντῆσϑαι ὑπὸ τῆς τύχης 2, 37; τιμαὶ ἀπηντήϑησαν αὐτοῖς παρὰ τῶν Ἀχαιῶν 17, 6; ἀπαντώμενος wird Luc. Lexiph. 25 getadelt.
См. также в других словарях:
ἀπαντήσω — ἀ̱παντήσω , ἀπαντάω move from aor ind mid 2nd sg (attic doric ionic aeolic) ἀπαντάω move from aor subj act 1st sg (attic ionic) ἀπαντάω move from fut ind act 1st sg (attic doric ionic aeolic) ἀ̱παντήσω , ἀπαντάω move from futperf ind act 1st sg… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
απαξιώ — (Α ἀπαξιῶ, όω) θεωρώ ότι δεν αξίζει τον κόπο να κάνω κάτι («απαξιώ να απαντήσω») αρχ. 1. θεωρώ κάποιον ή κάτι ανάξιο λόγου, ασήμαντο 2. κρίνω κάποιον ότι δεν αξίζει για κάτι … Dictionary of Greek
επιτρέπω — (AM ἐπιτρέπω και ιων. τ. ἐπιτράπω) [τρέπω] 1. δίνω σε κάποιον την άδεια να κάνει κάτι, ανέχομαι (α. «δεν μού επέτρεψε να απαντήσω» β. «οὐκ ἄν ποτ’ ἄλλῳ τοῡτ’ ἐπέτρεψ’ ἐγώ ποιεῑν», Αριστοφ. γ. «ἢν δέ τις μαλακύνηται, μὴ ἐπιτρέπετε», Ξεν.) νεοελλ.… … Dictionary of Greek
επιφυλάσσω — (Α ἐπιφυλάσσω και αττ. τ. ἐπιφυλάττω) φυλάω και προορίζω για κάποιο σκοπό, περιμένω την κατάλληλη περίσταση (α. «η τύχη τού επιφύλαξε μεγάλες συμφορές» β. «σκηνησάμενος ἐν θαλάττῃ τέγγων τοὺς πόδας πλοῡν ἐπιφυλαττέτω», Πλάτ.) νεοελλ. μέσ.… … Dictionary of Greek
κερατένιος — α, ο [κέρατο] 1. αυτός που έχει κέρατα 2. ο κατασκευασμένος από κέρατα 3. αυτός που παρουσιάζει δυσκολίες, δυσχερής («δεν μπόρεσα να απαντήσω σ αυτές τις κερατένιες τις ερωτήσεις») 3. δυσάρεστος, ενοχλητικός («την κερατένια τη βροχή δεν λέει να… … Dictionary of Greek
κομπλάρω — 1. (για πρόσ.) αισθάνομαι αμηχανία ή συστολή μπροστά σε κάποιον ή σε μια κατάσταση, τά χάνω, σαστίζω («η ερώτηση ήταν τόσο αδιάκριτη που κομπλάρησα να απαντήσω») 2. κάνω κάποιον να νιώσει αμηχανία, φέρνω κάποιον σε δύσκολη θέση. [ΕΤΥΜΟΛ. Λ. ξεν.… … Dictionary of Greek
σιωπή — η, ΝΜΑ, και σπάν. τ. σωπή Α 1. η έλλειψη, η διακοπή, η παύση τής ομιλίας (α. «ο πρόεδρος τού σώματος επέβαλε σε όλους σιωπή» β. «τῇ... σάλπιγγι σιωπὴ ὑπεσημάνθη», Θουκ.) 2. (κατ επέκτ.) η έλλειψη κάθε θορύβου, ησυχία, γαλήνη, σιγή (α. «άκρα τού… … Dictionary of Greek
σκέπτομαι — ΝΑ και σκέφτομαι Ν 1. κάνω σκέψεις, διανοούμαι, συλλογίζομαι, διαλογίζομαι, στοχάζομαι (α. «θα τό σκεφθώ και θα σού απαντήσω» β. «ὃ πολλάκις ἐσκεψάμην», Θουκ.) 2. (η μτχ. τού παθ. παρακμ.) εσκεμμένος, η, ο αυτός που γίνεται μετά από σκέψη,… … Dictionary of Greek
συμμετατίθημι — Α 1. μεταθέτω κάτι ταυτόχρονα με κάτι άλλο 2. παθ. συμμετατίθεμαι μεταβάλλομαι συγχρόνως με άλλον 3. φρ. «τὸν θυρεὸν συμμετατίθεμαι πρὸς τὸν τῆς πληγῆς καιρόν» μετακινώ ταυτόχρονα την ασπίδα μου ώστε να απαντήσω και να αποφύγω το χτύπημα τού… … Dictionary of Greek
υποτυγχάνω — Α [τυγχάνω] διακόπτω κάποιον για να απαντήσω … Dictionary of Greek
Αιξωνή — Αρχαίος δήμος της Αττικής, τόπος της Κεκροπίας φυλής, που ονομάστηκε έτσι από τον επώνυμο ήρωα Αίξωνα. Βρισκόταν κοντά στον Αλικούντα (σημερινό Ελληνικό Γλυφάδα) και ήταν ένας από τους πιο πλούσιους δήμους της Αττικής. Είχε ναό της Ήβης. Οι… … Dictionary of Greek