-
1 απαμπίσχω
ἀπό, ἀμφί-ἴσχωkeep back: pres subj act 1st sgἀπό, ἀμφί-ἴσχωkeep back: pres ind act 1st sg -
2 ἀπαμπίσχω
ἀπό, ἀμφί-ἴσχωkeep back: pres subj act 1st sgἀπό, ἀμφί-ἴσχωkeep back: pres ind act 1st sg -
3 ἀπαμπίσχω
II metaph., lay bare, reveal, 2.74, al.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀπαμπίσχω
См. также в других словарях:
απαμπίσχω — ἀπαμπίσχω (Α) 1. βγάζω (κυρίως ένδυμα) 2. αφαιρώ, απομακρύνω 3. αποκαλύπτω, φανερώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. απ(ο) + αμπίσχω, παράλληλος τ. του αμπέχω «περικαλύπτω»] … Dictionary of Greek
ἀπαμπίσχω — ἀπό , ἀμφί ἴσχω keep back pres subj act 1st sg ἀπό , ἀμφί ἴσχω keep back pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ίσχω — ἴσχω (Α) 1. εμποδίζω, περιορίζω, συγκρατώ, βαστώ («μηδὲν ἡμᾱς ἰσχέτω», Αριστοφ.) 2. (ενεργ. και μέσ.) κρατώ τον εαυτό μου, συγκρατούμαι, στέκομαι (α. «ἴσχε, μὴ φοβοῡ», Αισχύλ. β. «ἴσχεσθ Ἀργεῑοι, μὴ φεύγετε», Ομ. Οδ.) 3. απομακρύνομαι 4. παθ.… … Dictionary of Greek