-
1 απαγγελία
ἀπαγγελίᾱ, ἀπαγγελίαreport: fem nom /voc /acc dualἀπαγγελίᾱ, ἀπαγγελίαreport: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)——————ἀπαγγελίαι, ἀπαγγελίαreport: fem nom /voc plἀπαγγελίᾱͅ, ἀπαγγελίαreport: fem dat sg (attic doric aeolic) -
2 απαγγελια
ἥ1) сообщение, донесение Arst., Dem., Polyb.2) повествование, рассказ Plut., Arst.3) красноречие, слог(κάλλος Ῥωμαϊκῆς ἀπαγγελίας Plut.)
-
3 απαγγελία
η1) чтение, декламация; 2) произношение; дикция; 3) произнесение; провозглашение (решения);απαγγελία κατηγορίας — предъявление обвинения;
αποφάσεως — объявление решения суда -
4 ἀπαγγελία
Βλ. λ. απαγγελία -
5 ἀπαγγελίᾳ
Βλ. λ. απαγγελία -
6 απαγγελιά
η предписание, приказ, наказ -
7 ἀπαγγελία
-ας ἡ N 1 0-0-0-1-0=1 Ru 2,11 -
8 απαγγελία
[апангэлиа] ουσ θ декламация, произнесение. (речи). -
9 ἀπαγγελία
ἀπαγγ-ελία, ἡ,A report, e.g. of an ambassador, D.19.5,al., Arist.Rh.Al. 1438b10;ἀ. ποιεῖσθαι Lycurg.14
; in Psychology, reports of the senses, Plot.4.6.3.2 narrative, recital, description,ὧν.. βραχεῖα ἡ ἀ. ἀρκεῖ Th. 3.67
; lyric poetry is said to be , cf. Phld.Po.5.1425.2; dramatic poetry is expressed by actionκαὶ οὐ δι' ἀπαγγελίας Arist.Po. 1449b26
, cf. ib.11, D.H.Comp. 20.II diction, Id.Dem.25, Plu.Dem.2.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀπαγγελία
-
10 ἀπαγγελία
ἀπ-αγγελία, Bericht, Erzählung, bes. von einer Gesandtschaft; die Erzählung des Geschichtsschreibers; die lyrische Poesie -
11 απαγγελίας
ἀπαγγελίᾱς, ἀπαγγελίαreport: fem acc plἀπαγγελίᾱς, ἀπαγγελίαreport: fem gen sg (attic doric aeolic) -
12 ἀπαγγελίας
ἀπαγγελίᾱς, ἀπαγγελίαreport: fem acc plἀπαγγελίᾱς, ἀπαγγελίαreport: fem gen sg (attic doric aeolic) -
13 απαγγελίαι
ἀπαγγελίαreport: fem nom /voc plἀπαγγελίᾱͅ, ἀπαγγελίαreport: fem dat sg (attic doric aeolic) -
14 ἀπαγγελίαι
ἀπαγγελίαreport: fem nom /voc plἀπαγγελίᾱͅ, ἀπαγγελίαreport: fem dat sg (attic doric aeolic) -
15 απαγγελίαν
-
16 ἀπαγγελίαν
-
17 σωματο-ειδής
σωματο-ειδής, ές, 1) einem Körper ähnlich, von der Art eines Körpers; Plat. Polit. 273 b; καὶ ὁρατὸς τόπος, Rep. VII, 532 c; ποιεῖ σωματοειδῆ τὴν ψυχήν, Phaed. 83 d, dicht, fest. – 2) ein Ganzes, ein System bildend; ἀπαγγελία, Arist. rhet. Alex. 37; ἱστορία, vollständige, zusammenhangende Erzählung, Pol. 1, 3, 4; vgl. Longin. 24, 1.
-
18 ἀπ-αγγελία
ἀπ-αγγελία, ἡ, Bericht, Erzählung, bes. von einer Gesandtschaft, Dem. 19, 5; ἀπαγγελίαν ποιεῖσϑαι περί τινος, Bericht abstatten, Pol. 20, 14; die Erzählung des Geschichtsschreibers, Thuc. 3, 67; Plat. Rep. III, 394 c wird die lyrische Poesie bezeichnet ἡ ἀπαγγελία αὐτοῦ τοῦ ποιητοῦ. – Bei Rhett. Ausdruck, Styl. vgl. D. Hal. de C. V. p. 11. 181.
-
19 ἐπ-ανθίζω
ἐπ-ανθίζω, mit Blumen schmücken, bunt machen, χρώμασιν ἐπηνϑισμένος, bunt gemalt, D. Sic. 1, 49; ὑπὸ κινναβάρεως τὸ ἄγαλμά ἐστιν ἐπηνϑισμένον Paus. 7, 26, 6; ἐλέφαντα ἐπήνϑιζον χρυσῷ, mit Gold auslegen, Luc. hist. conscr. 51; ἂν ὁ γραφεὺς αὐταῖς ἐρύϑημα πλεῖον ἐπανϑίσῃ, rothe. Farbe aufträgt, ibd. 13; übrtr., von der Rede, ἀπαγγελία ὀνόμασι ποιητικοῖς ἐπηνϑισμένη Philostr. – Aesch. sagt πολλοῖς ἐπανϑίσαντες πόνοισι γενεάν, Spt. 932, mit Leid u. Graus das Geschlecht umkränzt habend; κωκυτοῖς ἐπανϑίζειν παιᾶνα Ch. 148, mit den Wehklagen schmücken, durchflechten den Päan, Schol. στέφειν ὡς ἄνϑεσι; im med., πολύμναστον ἐπηνϑίσω αἷμ' ἄνιπτον Ag. 1438, du ließest aufblühen die Blutschuld, beflecktest dich mit Blut.
-
20 σωματοειδης
21) телообразный, телесный, вещественный, материальный(σ. καὴ ὁρατός Plat.)
2) органический, тж. целостный, систематический(ἀπαγγελία Arst.; ἱστορία Polyb.)
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ἀπαγγελία — ἀπαγγελίᾱ , ἀπαγγελία report fem nom/voc/acc dual ἀπαγγελίᾱ , ἀπαγγελία report fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
απαγγελία — η 1. η με ύφος και ρυθμό ανάγνωση ή εκφώνηση: Η καλή απαγγελία ενός ποιήματος χρειάζεται άσκηση. 2. η έκφραση του λόγου, η άρθρωση των λέξεων: Η απαγγελία του δεν ήταν καθόλου καλή. 3. (νομ.), «απαγγελία κατηγορίας», η διατύπωση της κατηγορίας… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀπαγγελίᾳ — ἀπαγγελίαι , ἀπαγγελία report fem nom/voc pl ἀπαγγελίᾱͅ , ἀπαγγελία report fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
απαγγελία — H τέχνη που διδάσκει στον ηθοποιό τον τρόπο ομιλίας, αφήγησης, ανάγνωσης κλπ. πάνω στη σκηνή. Λέγεται επίσης και τέχνη του λόγου. Διακρίνεται σε τραγική, δραματική και κωμική. Για σωστή α. πρέπει να λαμβάνονται υπόψη τα ιδιαίτερα κάθε φορά… … Dictionary of Greek
ἀπαγγελίας — ἀπαγγελίᾱς , ἀπαγγελία report fem acc pl ἀπαγγελίᾱς , ἀπαγγελία report fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπαγγελίαι — ἀπαγγελία report fem nom/voc pl ἀπαγγελίᾱͅ , ἀπαγγελία report fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπαγγελίαν — ἀπαγγελίᾱν , ἀπαγγελία report fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπαγγελιῶν — ἀπαγγελία report fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπαγγελίαις — ἀπαγγελία report fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek