Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ἀπέραντος

См. также в других словарях:

  • ἀπέραντος — boundless masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • απέραντος — η, ο (AM ἀπέραντος, ον) [περαίνω] αυτός που δεν έχει τέλος, άπειρος 2. αναρίθμητος, αμέτρητος αρχ. 1. (για χρόνο) ατελείωτος 2. ανεξάντλητος 3. αυτός που φαίνεται ότι δεν έχει τέλος 4. αυτός που δεν επιτρέπει να δραπετεύσει κανείς, που δεν… …   Dictionary of Greek

  • απέραντος — η, ο επίρρ. α ατέλειωτος: Από το χωριό του έβλεπε κάθε μέρα την απέραντη θάλασσα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀπεράντως — ἀπέραντος boundless adverbial ἀπέραντος boundless masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπέραντον — ἀπέραντος boundless masc/fem acc sg ἀπέραντος boundless neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπεράντοις — ἀπέραντος boundless masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπεράντου — ἀπέραντος boundless masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπεράντους — ἀπέραντος boundless masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπεράντων — ἀπέραντος boundless masc/fem/neut gen pl ἀπερά̱ντων , ἀπεράω vomit pres part act masc/neut gen pl (doric aeolic) ἀπερά̱ντων , ἀπεράω vomit pres imperat act 3rd pl (doric aeolic) ἀπερά̱ντων , ἀπεράω vomit pres imperat act 3rd pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπεράντῳ — ἀπέραντος boundless masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπέραντα — ἀπέραντος boundless neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»