-
1 απέδρασαν
-
2 ἀπέδρασαν
-
3 ἀποδιδράσκω
ἀποδῐδράσκω, [dialect] Ion. [suff] ἀποδια-ήσκω, [tense] fut. -δράσομαι, [dialect] Ion. - δρήσομαι: [tense] pf.A , Phld.Rh.1.199 S.: [tense] aor. ἀπέδραν, [dialect] Ion. -έδρην, opt.ἀποδραίην Thgn.927
, imper.ἀπόδρᾱθι Ph.1.90
, inf. ἀποδρᾶναι, [dialect] Ion. -δρῆναι, part. ἀποδράς—the only form found in Hom.; the other tenses in Hdt., etc., [tense] pf. part.ἀποδεδρακότες X.An.6.4.8
:—run away, escape or flee from, esp. by stealth, Hom. (never in Il.),ἐκ νηὸς ἀποδράς Od.16.65
;νηὸς ἀ. 17.516
;ἀ. ἐκ τῆς Σάμου Hdt.3.148
;ἐς Σάμον 4.43
;ἐπὶ θάλασσαν 6.2
;ἀποδρᾶσα ᾤχετο And.1.125
, cf. 4.17, Ar.Ec. 196, Pl.Tht. 203d; of runaway slaves, X.An.1.4.8 (ἀποδρᾶναι τὸ ἀναχωρήσαντά τινα εὔδηλον εἶναι ὅπου ἐστίν, ἀποφεύγειν δὲ τὸ μὴ δύνασθαι ἐπιληφθῆναι Ammon.p.19 V.);σώματα ἀποδράντα IG22.584
; of soldiers, desert, X.An.5.6.34; ἀποδιδράσκοντα μὴ δύνασθαι ἀποδρᾶναι attempting to escape not to be able to escape, Pl.Prt. 317a, cf. 310c.2 c. acc., flee, shun, Hdt.2.182, Ar. Pax 234, etc.;ἀπέδρασαν αὐτόν Th.1.128
; evade, ;οὐκ ἀπέδρα τὴν στρατείαν D.21.165
; ὅτε.. τὸ σὸν ὄμμ' ἀπέδραν (poet. for ἀπέδρασαν) S.Aj. 167.—Rare in Trag. (Cf. Skt. δρᾱτι 'run'.)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀποδιδράσκω
-
4 εὐ-πορέω
εὐ-πορέω, 11 ein εὔπορος sein, hinreichenden Vorrath haben, reich sein woran; c. gen., σχημάτων καὶ ῥημάτων εὐπ οροῠσι Plat. Ion 536 c; λόγων Tim. 26 c; χ ρημάτων Antiphan. bei Ath. I, 3 t; σίτων Xen. Hell. 1, 6, 19; ἀργυρίου Arist. Oec. 2, 20; Sp., ἐφοδίων Plut. Themist. 11; – c. acc., τροφήν Hippocr.; λόγο υς Themist.; – selten mit dem dat., Pol. 1, 17, 2; – absolut, Thuc. öfter, z. B. χρυσὸν καὶ ἄργυρον πλεῖστον κέκτηνται, ὅϑεν ὅ τε πόλεμος καὶ τἄλλα εὐπορεῖ 6, 34; Plat. u. A.; τοὺς μὲν εὐπορεῖν, τοὺς δὲ ἀπόρους εἶναι Xen. – Uebh. vermögend, im Stande sein, Thuc. 6, 44; bes. bei Plat.; im Stande sein auf Etwas zu antworten, εὐπορῶ ὅτι λέγω, ich weiß recht gut, was ich sagen soll, Ion 532 c; εἰ μὴ οὕτως εὐπορεῖς, ὧδε σκόπει, wenn du so nicht weiter kannst, in Verlegenheit bist, Gorg. 478 a; εὐπορῶν πολλὰ λέγειν περὶ τοῦ αὐτοῦ Phaedr. 235 a; daher = Etwas ausrichten, οὐκ ἂν ἴσως εὐποροίην λέγων Legg. I, 634 b; Sp. – 2) trans., Etwas herbeischaffen; τἀργύριον, Is. 7, 8; μνᾶς τινι Dem. 33, 7; σιτοπομπίας τοῖς στρατιώταις 23, 155; Sp., εὐμάϑειαν τοῖς ἀκούουσιν Luc. conscr. hist. 53; vgl. Lob. zu Phryn. 595 ff.; auch πιϑανὰς ἀποδείξεις, beibringen, D. Sic. 2, 31. – Aehnl. absol., ἀπό τινος, sich von Etwas bereichern, Xen. Mem. 2, 7, 4, wie ἴππων εὐπορήσαντες νυκτὸς ἀπέδρασαν Hell. 1, 1, 10; vgl. Dem. 40, 35. – 3) das med. in der Bdtg das act. 1), τοὺς στρατιώτας εὐπορεῖσϑαι τῶν ἐπιτηδείων Arist. Oec. 2, 23; χρημάτων Pol. 1, 66, 5; auch ταῖς χορηγίαις, 5, 43, 8, u. sonst einzeln vorkommend; absol., Theop. Ath. VI, 275 c.
-
5 ευπορεω
(pf. εὐπόρηκα и ηὐπόρηκα)1) тж. med. быть богатым, обладать в изобилии(σίτων Xen.; σχημάτων καὴ ῥημάτων Plat.; χρημάτων Lys., Plut.; ἀναγκαίων Plut., но ἀναγκαίοις Polyb.; med.: ἐπιτηδείων Arst.; χρημάτων и χορηγίαις Polyb.)
2) процветать, преуспевать(χρυσὸς καὴ ἄργυρος …, ὅθεν ὅ τε πόλεμος καὴ τἆλλα εὐπορεῖ Thuc.)
3) редко med. иметь возможность, быть в состоянии, уметь(ποιεῖν τι Arst.)
ὡς ἕκαστοι εὐπόρησαν Thuc. и καθὼς ηὐπορεῖτό τις NT. — кто как (с)мог;εὐπορῶ ὅ τι λέγω Plat. — у меня есть (много) что сказать;οὐχ ὅπῃ προσαγαγοίμην αὐτὸν εὐπόρουν Plat. — я не знал, как склонить его в свою пользу;οὐκ ἂν ἴσως εὐποροίην Plat. — (этого) я, пожалуй, не сумел бы4) добывать, находить(ἄλλοθεν χρήματα Dem.)
ἵππων εὐπορήσαντες ἀπέδρασαν Xen. — раздобыв лошадей, они бежали5) доходить, достигать(τῆς ἀληθείας Arst.)
6) получать ясное представление(περί τινος Arst.)
7) (пре)доставлять, давать(ἀργύριον Isae.; δέκα μνᾶς τινι Dem.; ἀποδείξεις Diod.)
ἀποδείξεως οὐκ εὐποροῦντα προβλήματα Plut. — неразрешимые задачи8) вызывать, возбуждать
См. также в других словарях:
ἀπέδρασαν — ἀπέδρᾱσαν , ἀποδιδράσκω run away aor ind act 3rd pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
отъбѣгноути — ОТЪБѢГН|ОУТИ (85), ОУ, ЕТЬ гл. 1.Убежать, отбежать: и ѿ жены абиѥ лѹкавомѹ || ѿбѣгъшѹ бѣсѹ. и ѡставльшѹ женѹ цѣломѹдрьнѹ. (δραπετεύσαντος δαίμονος) ЖФСт к. XII, 147–147 об.; видѣвши жена створеноѥ ковачемь. ѿбеже съ страхомь и иде в домъ свои.… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
Παλαιστίνη — Η Π. βρέχεται Δ από τη Μεσόγειο και από τον κόλπο της Άκαμπα (Ερυθρά θάλασσα) στα Ν, και συνορεύει με τον Λίβανο στα Β, τις τεράστιες ερημικές ή ημιερημικές εκτάσεις της Συρίας στα Α, το Σινά στα ΝΔ. Μορφολογικά μπορεί να διαιρεθεί σε 3 λωρίδες,… … Dictionary of Greek