-
1 απάτημα
-
2 ἀπάτημα
-
3 ἀπάτημα
-
4 απατημα
-
5 ἀπάτημα
ἀπάτημα, Betrug; Mittel vergessen zu machen -
6 ἀπάτημα
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀπάτημα
-
7 ἐξ-απάτημα
ἐξ-απάτημα, τό, = simpl., E. M, Erkl. von φηλώματα.
-
8 απατήματ'
ἀπατήματα, ἀπάτημαdeceit: neut nom /voc /acc plἀπατήματι, ἀπάτημαdeceit: neut dat sgἀπατήματε, ἀπάτημαdeceit: neut nom /voc /acc dual -
9 ἀπατήματ'
ἀπατήματα, ἀπάτημαdeceit: neut nom /voc /acc plἀπατήματι, ἀπάτημαdeceit: neut dat sgἀπατήματε, ἀπάτημαdeceit: neut nom /voc /acc dual -
10 ἀπ-αιόλημα
ἀπ-αιόλημα, τό, Betrug, neben νοῦς ἀποστερητικός Ar. Nubb. 719. Bei Aesch. Ch. 996 ξείνων ἀπ., Betrüger, Schol. ἀπάτημα; Soph. frg. 841.
-
11 απατήμασι
-
12 ἀπατήμασι
-
13 απατήμασιν
-
14 ἀπατήμασιν
-
15 απατήματα
-
16 ἀπατήματα
См. также в других словарях:
ἀπάτημα — deceit neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπατήμασι — ἀπάτημα deceit neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπατήμασιν — ἀπάτημα deceit neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπατήματα — ἀπάτημα deceit neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπατήματ' — ἀπατήματα , ἀπάτημα deceit neut nom/voc/acc pl ἀπατήματι , ἀπάτημα deceit neut dat sg ἀπατήματε , ἀπάτημα deceit neut nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
απατώ — (AM ἀπατῶ, άω) 1. εξαπατώ, παραπλανώ, μεταχειρίζομαι δόλο εναντίον κάποιου νεοελλ. 1. διαπράττω μοιχεία («η γυναίκα του τον απατά») 2. (για κόρη) ξεπλανεύω, ξεπαρθενεύω αρχ. 1. διαψεύδω τις ελπίδες κάποιου 2. (απολ.) είμαι απατηλός, εσφαλμένος 3 … Dictionary of Greek