-
1 ἀορισταίνω
ἀοριστ-αίνω, = sq., Procl.Inst. 124, Phlp. in GA191.34, Sch. Hermog.Stat.in Rh.4.82 W., Dam.Pr. 436;Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀορισταίνω
-
2 ἀοριστεύω
ἀοριστ-εύω, = sq., Arc.142.4.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀοριστεύω
-
3 ἀοριστέω
2 to be without definite ideas, uncertain, Phld.Mus.p.48K., cf. S.E.P.1.28, Porph.Sent.33, Asp in EN74.27.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀοριστέω
-
4 ἀοριστία
ἀοριστ-ία, ἡ,2 illimitability, Epicur.Sent.Vat.63.5 pl., irregularities,τὰς κατὰ τῶν φασμάτων τῶν τοῦ ἡλίου ἀοριστίας Epicur.Nat.11.6
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀοριστία
-
5 ἀόριστος
ἀόριστ-ος, ον,A without boundaries, debatable,γῆ Th.1.139
.II indeterminate, Pl.Lg. 643d, Arist.Metaph. 1087a17, al.;οὐδὲν ἀνεξέταστον οὐδ' ἀ. D.4.36
; ἄτακτα, ἀδιόρθωτα, ἀόρισθ' ἅπαντα ibid.; ἀ. ἀξιώματα indefinite propositions, Chrysipp.Stoic.2.5,al.; ἀ. καὶ κρίσεως προσδεόμενον, opp. ὡρισμένον, Epicur. Nat.p.31 G.; ἀ. [ἄρχων] one who holds office without limit of time, Arist.Pol. 1275a26; uncertain,ζωῆς τελευτή AP9.499
: [comp] Comp.πρόληψις Phld.Rh.2.189S.
, cf. Plot.3.9.2. Adv. , Arist. Cat. 8b9,al.2 ἀ. ὄνομα or ῥῆμα an indefinite term, asοὐκ-ἄνθρωπος Id.Int. 16a32
, 16b14; of pronouns, A.D.Pron.7.1, al.3 ὁ ἀ. (sc. χρόνος) the aorist tense, D.T.638.24, A.D.Synt.276.5,al.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀόριστος
-
6 ἀοριστόω
A to be indefinite, ib.70.4, al.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀοριστόω
-
7 ἀοριστύς
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀοριστύς
-
8 ἀοριστώδης
A indefinite,φαντασία Hierocl. p.39A.
, cf. A.D.Pron.5.14, Synt.27.4, al.;ἀ. χρόνος Eust.1755.58
. Adv., A.D.Synt.70.1.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀοριστώδης
См. также в других словарях:
επιχαιρεσίκακος — ἐπιχαιρεσίκακος, ον (Α) βλ. επιχαιρέκακος. [ΕΤΥΜΟΛ. < επιχαίρω + κακός. Σύνθ. τού τ. τερψίμβροτος. Η μετατροπή τού η τού αοριστ. θ. χαιρησ τού ρ. χαίρω (πρβλ. μέλλ. χαιρήσω, αόρ. εχαίρησα) σε ε οφείλεται μάλλον σε αναλογία προς το χαιρέκακος) … Dictionary of Greek
σίαλο — και σίελο, το / σίαλον και σίελον, ΝΜΑ το σάλιο αρχ. ιξώδες και κολλώδες υγρό στις αρθρώσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σι τού αοριστ. τ. που παραδίδει ο Ησύχ. σίαἱ πτύσαι (πρβλ. πτύω / φτύνω) + επίθημα αλον (πρβλ. πέτ αλον, πτύ αλον). Πρόκειται για… … Dictionary of Greek
κατακάθομαι — κατακάθομαι, κατακάθισα βλ. πίν. 160 Σημειώσεις: κατακάθομαι : για τον αόριστ. σε ισα δες σημείωση καθίζω – κάθομαι … Τα ρήματα της νέας ελληνικής