Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἀοριστ-ία

См. также в других словарях:

  • επιχαιρεσίκακος — ἐπιχαιρεσίκακος, ον (Α) βλ. επιχαιρέκακος. [ΕΤΥΜΟΛ. < επιχαίρω + κακός. Σύνθ. τού τ. τερψίμβροτος. Η μετατροπή τού η τού αοριστ. θ. χαιρησ τού ρ. χαίρω (πρβλ. μέλλ. χαιρήσω, αόρ. εχαίρησα) σε ε οφείλεται μάλλον σε αναλογία προς το χαιρέκακος) …   Dictionary of Greek

  • σίαλο — και σίελο, το / σίαλον και σίελον, ΝΜΑ το σάλιο αρχ. ιξώδες και κολλώδες υγρό στις αρθρώσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σι τού αοριστ. τ. που παραδίδει ο Ησύχ. σίαἱ πτύσαι (πρβλ. πτύω / φτύνω) + επίθημα αλον (πρβλ. πέτ αλον, πτύ αλον). Πρόκειται για… …   Dictionary of Greek

  • κατακάθομαι — κατακάθομαι, κατακάθισα βλ. πίν. 160 Σημειώσεις: κατακάθομαι : για τον αόριστ. σε ισα δες σημείωση καθίζω – κάθομαι …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»