Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἀξυν

См. также в других словарях:

  • αξύμ-, αξύν- — βλ. ασύμ , ασύν …   Dictionary of Greek

  • Axt, die — Die Axt, plur. die Äxte, Diminutivum das Äxtchen, Oberdeutsch das Äxtlein, ein eisernes Werkzeug zum Hauen, welches vorn eine scharfe Schneide, hinten aber ein Auge hat, durch welches der Stiel gesteckt wird; ein Keil an einem Stiele, daher die… …   Grammatisch-kritisches Wörterbuch der Hochdeutschen Mundart

  • ασυνεσία — ἀσυνεσία και ἀξυν , η (Α) [ασύνετος] η έλλειψη σύνεσης, η απερισκεψία …   Dictionary of Greek

  • ασύντακτος — και χτος, η, ο (AM ἀσύντακτος, ον, Α και ἀξύν ) [συντάσσω] 1. ανοργάνωτος, άτακτος, ακατάστατος 2. (για στρατεύματα) αυτός που δεν έχει παραταχθεί για μάχη 3. (για λόγο ή κείμενο) που δεν τηρεί τους συντακτικούς κανόνες νεοελλ. για γραπτά κείμενα …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»