-
1 αξυν-
староатт. = ἀσυν- -
2 ἀ-ξυμ
-
3 ἀξυμ-
См. также в других словарях:
αξύμ-, αξύν- — βλ. ασύμ , ασύν … Dictionary of Greek
Axt, die — Die Axt, plur. die Äxte, Diminutivum das Äxtchen, Oberdeutsch das Äxtlein, ein eisernes Werkzeug zum Hauen, welches vorn eine scharfe Schneide, hinten aber ein Auge hat, durch welches der Stiel gesteckt wird; ein Keil an einem Stiele, daher die… … Grammatisch-kritisches Wörterbuch der Hochdeutschen Mundart
ασυνεσία — ἀσυνεσία και ἀξυν , η (Α) [ασύνετος] η έλλειψη σύνεσης, η απερισκεψία … Dictionary of Greek
ασύντακτος — και χτος, η, ο (AM ἀσύντακτος, ον, Α και ἀξύν ) [συντάσσω] 1. ανοργάνωτος, άτακτος, ακατάστατος 2. (για στρατεύματα) αυτός που δεν έχει παραταχθεί για μάχη 3. (για λόγο ή κείμενο) που δεν τηρεί τους συντακτικούς κανόνες νεοελλ. για γραπτά κείμενα … Dictionary of Greek