-
1 αξυμ-
староатт. = ἀσυμ- -
2 ἀξυμ-
См. также в других словарях:
αξύμ-, αξύν- — βλ. ασύμ , ασύν … Dictionary of Greek
ασύμμετρος — Αυτός που δεν έχει συμμετρία, αυτός που είναι δυσανάλογος προς κάτι ή προς τα μέρη του. Στη γεωλογία, α. πτυχή λέγεται η πτυχή της οποίας το αξονικό επίπεδο δεν είναι κατακόρυφο. Στα μαθηματικά, α. αριθμός είναι ο άρρητος αριθμός. α. μεγέθη. Ας… … Dictionary of Greek