Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἀξυμ-

См. также в других словарях:

  • αξύμ-, αξύν- — βλ. ασύμ , ασύν …   Dictionary of Greek

  • ασύμμετρος — Αυτός που δεν έχει συμμετρία, αυτός που είναι δυσανάλογος προς κάτι ή προς τα μέρη του. Στη γεωλογία, α. πτυχή λέγεται η πτυχή της οποίας το αξονικό επίπεδο δεν είναι κατακόρυφο. Στα μαθηματικά, α. αριθμός είναι ο άρρητος αριθμός. α. μεγέθη. Ας… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»