-
1 αξιοχρεος
-
2 αξιόχρεος
-
3 ἀξιόχρεος
-
4 αξιόχρεος
ος, ον, αξιόχρεως, ως, ον достойный доверия, надёжный, платёжеспособный, состоятельный (должники т. п.) -
5 ἀξιόχρεως
ἀξιόχρεως, εων, gen. εω, [dialect] Ion. [full] ἀξιόχρεος, ον, Hdt. (though the other form occurs as v.l. 1.156, al.) and Hp.Art.11; both forms inA Foed. Delph.Pell.1A15, cf. 1B9: [dialect] Boeot. acc. pl. ἀξιοχρειέας, implying nom. ἀξιοχρη (ϝ) ής, prob. rest. in IG7.1739.9: neut. pl.ἀξιόχρεα Hdt. 5.65
: dat. sg. writtenἀξιοχρείῳ IG22.1183.28
: [comp] Comp. and [comp] Sup. ἀξιοχρεώτερος, -ώτατος, Plb.4.3.3 (s.v.l.), 10.27.1: ([etym.] χρέος):— worthy of a thing: hence,2 serviceable, sufficient,ἀξιόχρεον πρόφασιν προτείνειν Id.1.156
;ἐπ' οὐδεμιῇ αἰτίῃ ἀξιόχρεῳ Id.3.35
; also of persons,ἀ. ἐγγυηταί
trustworthy, substantial,Ar.
Ec. 1065, Pl.Ap. 38c, cf.Foed. Delph.Pell. ll.cc.;εἰς ἀ. τὸν λέγοντα ἀνοίσω Pl.Ap. 20e
;στρατόπεδα ἀ. πρὸς μάχην Plb.1.19.1
;τόλμα ἀ. πρὸς ἡγεμονίαν Plu.Caes.56
.II c. inf., able, sufficient to do.., Hdt.4.126, Th.5.13;ἀξιόχρεω.. ἡμῖν ἀντιτάξασθαι D.3.27
;ἢ οὐκ ἀξιόχρεως ὁ θεὸς.. τὸ μίασμα λῦσαι; E.Or. 598
. Adv.- χρέως Hsch.
III c. gen. rei, worthy, deserving of, ἀξιόχρεα ἀπηγήσιος, = ἀξιαπήγητα, Hdt.5.65; ἀ. τηλικούτου πράγματος worthy of credit in.., D.8.49, cf. 19.131.—Rare in poets, as E. l.c.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀξιόχρεως
См. также в других словарях:
αξιόχρεος — η, ο αυτός που ξεπληρώνει τις υποχρεώσεις που έχει αναλάβει, αξιόπιστος: Κοντά στ άλλα παρουσίασε και αξιόχρεο εγγυητή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀξιόχρεος — ἀξιόχρεως Foed. Delph.Pell. masc/fem nom sg (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αναξιόχρεος — η, ο (και αναξιόχρεως, ων) ο μη άξιος να πληρώσει τα χρέη του ή να εγγυηθεί ξένα, ο αναξιόπιστος στις συναλλαγές. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν στερ. + αξιόχρεος. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στο Ελληνογαλλικό Λεξικό τού Νικολάου Κοντοπούλου] … Dictionary of Greek
αξιόχρεως — (Α ἀξιόχρεως, ων κ. ιων. ἀξιόχρεος, ον) όποιος εκπληρώνει τις υποχρεώσεις που έχει αναλάβει, συνεπής, αξιόπιστος αρχ. 1. αξιόλογος, σημαντικός («ἀξιόχρεως πόλις, Θουκυδ.) 2. ο ικανός, αυτός που μπορεί να κάνει κάτι («ἢ οὐκ ἀξιόχρεως ο θεός...… … Dictionary of Greek
πίστη — η / πίστις, εως, ΝΜΑ, ιων. τ. γεν. ιος, Α 1. η αφηρημένη έννοια τού πιστεύω, η παραδοχή ενός πράγματος ως αληθινού, εμπιστοσύνη 2. η υποκειμενική βεβαιότητα σχετικά με ένα πράγμα ή μια κατάσταση 3. η εμπορική υπόληψη, το να θεωρεί κανείς ότι… … Dictionary of Greek
φερέγγυος — α, ο / φερέγγυος, ον, ΝΜΑ αυτός που παρέχει ή μπορεί να δώσει εγγύηση, εχέγγυος, αξιόπιστος, αξιόχρεος (α. «φερέγγυος οφειλέτης» β. «Πολυφόντου βία, φερέγγυον φρούρημα», Αισχύλ.) αρχ. 1. ο άξιος ή ο ικανός να δώσει λόγο για κάτι 2. (με απρμφ.)… … Dictionary of Greek
φερέγγυος — α, ο αυτός που αποτελεί εγγύηση, ο εχέγγυος, ο αξιόπιστος, ο αξιόχρεος, ο ασφαλής: Φερέγγυος χρεώστης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)