Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἀξιόχρεα

См. также в других словарях:

  • ἀξιόχρεα — ἀξιόχρεως Foed. Delph.Pell. neut nom/voc/acc pl (ionic) ἀξιόχρεως Foed. Delph.Pell. nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αξιόχρεως — (Α ἀξιόχρεως, ων κ. ιων. ἀξιόχρεος, ον) όποιος εκπληρώνει τις υποχρεώσεις που έχει αναλάβει, συνεπής, αξιόπιστος αρχ. 1. αξιόλογος, σημαντικός («ἀξιόχρεως πόλις, Θουκυδ.) 2. ο ικανός, αυτός που μπορεί να κάνει κάτι («ἢ οὐκ ἀξιόχρεως ο θεός...… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»