-
61 ἀξιολογώτεραι
-
62 αξιολογώτεροι
-
63 ἀξιολογώτεροι
-
64 αξιολογώτερος
-
65 ἀξιολογώτερος
-
66 αξιολόγοις
-
67 ἀξιολόγοις
-
68 αξιολόγου
-
69 ἀξιολόγου
-
70 αξιολόγους
-
71 ἀξιολόγους
-
72 αξιολόγω
-
73 ἀξιολόγῳ
-
74 αξιολόγωι
-
75 ἀξιολόγωι
-
76 αξιολόγων
-
77 ἀξιολόγων
-
78 αξιόλογα
-
79 ἀξιόλογα
-
80 αξιόλογε
См. также в других словарях:
ἀξιόλογος — worthy of mention masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αξιόλογος — η, ο (ΑΜ ἀξιόλογος, ον) 1. άξιος μνείας, αξιοσημείωτος, αξιοπρόσεκτος 2. (για πρόσωπα) σπουδαίος, σημαντικός. [ΕΤΥΜΟΛ. Συνθ. εκ συναρπαγής από τη φράση «άξιος λόγου»] … Dictionary of Greek
αξιόλογος — η, ο επίρρ. α σημαντικός, σπουδαίος: Τον ξέρω, είναι άνθρωπος αξιόλογος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀξιολογώτερον — ἀξιόλογος worthy of mention masc acc comp sg ἀξιόλογος worthy of mention neut nom/voc/acc comp sg ἀξιόλογος worthy of mention adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀξιολογωτάτων — ἀξιόλογος worthy of mention fem gen superl pl ἀξιόλογος worthy of mention masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀξιολογωτέραις — ἀξιόλογος worthy of mention fem dat comp pl ἀξιολογωτέρᾱͅς , ἀξιόλογος worthy of mention fem dat comp pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀξιολογωτέρων — ἀξιόλογος worthy of mention fem gen comp pl ἀξιόλογος worthy of mention masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀξιολογώτατα — ἀξιόλογος worthy of mention adverbial superl ἀξιόλογος worthy of mention neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀξιολογώτατον — ἀξιόλογος worthy of mention masc acc superl sg ἀξιόλογος worthy of mention neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀξιολόγως — ἀξιόλογος worthy of mention adverbial ἀξιόλογος worthy of mention masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀξιόλογον — ἀξιόλογος worthy of mention masc/fem acc sg ἀξιόλογος worthy of mention neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)