Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

ἀξιόλογος

  • 1 заметный

    заметн||ый
    прил
    1. (видимый) αἰσθητός, ἀξιοσημείωτος, φανερός:
    \заметныйая разница ἡ καταφανής διαφορά·
    2. (выдающийся) ἀξιόλογος, ἐξέχων, διακεκριμένος:
    он человек \заметный εἶναι ἄνθρωπος ἀξιόλογος.

    Русско-новогреческий словарь > заметный

  • 2 Great

    adj.
    P. and V. μέγας.
    So great: P. and V. τοσοῦτος, τοσόσδε, P. τηλικοῦτος, τηλικόσδε, V. τόσος (rare P.).
    How great, interrog.: P. and V. πόσος, Ar. and P. πηλκος; indirect.: P. and V. ὅσος, ὅποσος.
    Abundant: P. and V. πολύς, ἄφθονος.
    Long: P. and V. μακρός.
    Broad: P. and V. εὐρύς.
    Important: P. ἀξιόλογος. διάφορος, P. and V. μέγιστος.
    Noble: P. and V. γενναῖος, εὐγενής (Plat. and Thuc.).
    Powerful: P. and V. δυνατός, Ar. and V. μεγασθενής.
    Famous: P. and V. εὔδοξος, περίβλεπτος, διαπρεπής, ἐκπρεπής, ὀνομαστός, λαμπρός, ἐπσημος, P. ἀξιόλογος, ἐπιφανής, εὐδόκιμος, ἐλλόγιμος, Ar. and V. κλεινός (also Plat. but rare P.), V. εὐκλεής; see Famous.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Great

  • 3 выдающийся

    выдающийся
    1. прич. от выдаваться·
    2. прил (замечательный) διακεκριμένος, διαπρεπής, ἐπιφανής, διάσημος (о человеке)/ ἀξιοσημείωτος, ἀξιόλογος (о событии).

    Русско-новогреческий словарь > выдающийся

  • 4 достопримечательный

    достопримечательн||ый
    прил ἀξιοθέατος, ἀξιόλογος.

    Русско-новогреческий словарь > достопримечательный

  • 5 любопытный

    любопыт||ный
    прил
    1. (φιλο)περίερ-γος·
    2. (интересный) ἐνδιαφέρων, ἀξιόλογος:
    \любопытныйный слу́чай ἐνδιαφέρουσα περίπτωση.

    Русско-новогреческий словарь > любопытный

  • 6 многозначительностьый

    многозначительность||ый
    прил
    1. (важный) πολυσήμαντος, σημαντικός, βαρυσήμαντος·
    2. (выразительный) σπουδαίος, ἀξιόλογος, σημαντικός:
    \многозначительностьыйый взгляд τό πολυσήμαντο βλέμμα.

    Русско-новогреческий словарь > многозначительностьый

  • 7 памятный

    памятн||ый
    прил (сохранившийся в памяти) σημαντικός, ἀξιόλογος, ἀξιομνημόνευτος:
    \памятныйая дата ἡ ἀξιομνημόνευτη ἡμερομηνία· ◊ \памятныйая записка дип. τό μεμοράντουμ.

    Русско-новогреческий словарь > памятный

  • 8 примечательный

    примечательный
    прил ἀξιοσημείωτος, ἀξιόλογος, σημαντικός.

    Русско-новогреческий словарь > примечательный

  • 9 meritorious

    [-'to:-]
    adjective (deserving reward or praise: a meritorious performance.) αξιόλογος,αξιέπαινος

    English-Greek dictionary > meritorious

  • 10 remarkable

    adjective (unusual; worth mentioning; extraordinary: What a remarkable coincidence!; He really is a remarkable man; It is quite remarkable how alike the two children are.) ασυνήθιστος, αξιόλογος, αξιοσημείωτος

    English-Greek dictionary > remarkable

  • 11 большой

    επ., συγκρ. β. больший, больше, более
    1. μεγάλος, μέγας, τρανός•

    большой город μεγάλη πόλη•

    -ые события μεγάλα γεγονότα•

    -ое дело μεγάλη υπόθεση.

    2. σημαντικός, αξιόλογος•

    большой ученый μεγάλος επιστήμονας•

    большой негодяй μεγάλος παλιάνθρωπος•

    большой плут μεγάλος απατεώνας.

    3. μεγάλου αναστήματος, υψηλός•

    ты стал совсем большой εσύ ψήλωσες πολύ, έγινες άντρας, μεγάλος.

    4. πολυάριθμος•

    -ое количество μεγάλη ποσότητα•

    -ое знакомство πολλές γνωριμίες.

    5. μεγάλος (ως αντώνυμο του μικρός)•

    большой театр το Μεγάλο θέατρο (σε αντίθεση με το Μικρό)•

    -ая медведица η Μεγάλη Αρκτος.

    6. ουσ. πλθ. -ие οι ηλικιωμένοι•

    -ие ушли, а дети остались дома οι μεγάλοι έφυγαν, οι δε μικροί έμειναν στο σπίτι.

    εκφρ.
    большойая буква – το κεφαλαίο γράμμα•
    большой палец – το μεγάλο δάχτυλο (αντίχειρας)•
    большой свет – η ανώτερη κοινωνία•
    сам большойπαλ. ο κύριος εαυτού, νοικοκύρης, αφέντης.

    Большой русско-греческий словарь > большой

  • 12 достопримечательный

    επ., βρ: -лен, -льна, -льно
    αξιοθέατος, αξιοπερίεργος, αξιόλογος.

    Большой русско-греческий словарь > достопримечательный

  • 13 заметный

    επ. βρ: -тен, -тна, -тно.
    1. οα-σθητός, αντιληπτός, διακριτός. || αξιοσημείτος, αξιοπαρατήρητος, αξιόλογος.
    2. επιφανής, διάσημος.

    Большой русско-греческий словарь > заметный

  • 14 памятный

    επ., βρ: -тен, -тна, -тно
    1. μνημειώδης, αξιόλογος, αξιομνημόνευτος• ιστορικός•

    -ые даты αξιομνημόνευτες χρονολογίες.

    2. μνημονικός, ενθυμητικός.
    3. αναμνηστικός.
    εκφρ.
    - ая записка – αναμνηστικό γράμμα•
    - ая доска – αναμνηστική πλάκα•
    - ая книжка – σημειωματάκι, υπομνημάτιο.

    Большой русско-греческий словарь > памятный

  • 15 серьёзный

    επ., βρ: -зен, -зна, -зно..
    1. σοβαρός•

    серьёзный человек σοβαρός άνθρωπος•

    с -ым видом με σοβαρό ύφος.

    2. αξιόλογος, σπουδαίος•

    серьёзный учный σπουδαίος επιστήμονας.

    || σημαντικός, άξιος προσοχής ή μελέτης•

    -ая болезнь σοβαρή ασθένεια•

    -ая ошибка σοβαρό λάθος•

    -противник σοβαρός αντίπαλος•

    -ое дело σοβαρή υπόθεση•

    -ые улики σοβαρές μαρτυρίες.

    || μεγάλος•

    -ые трудности σοβαρές δυσκολίες•

    -ая поддержка σοβαρή υποστήριξη.

    3. βαρύς, σκυθρωπός.

    Большой русско-греческий словарь > серьёзный

  • 16 Celebrated

    adj.
    P. and V. εὔδοξος, περίβλεπτος, διαπρεπής, ἐκπρεπής, ὀνομαστός, λαμπρός, ἐπσημος, P. ἀξιόλογος, ἐπιφανής, εὐδόκιμος, περιβόητος, ἔνδοξος, διαφανής, ἐλλόγιμος, Ar. and V. κλεινός (Plat. also but rare P.), V. εὐκλεής; see Famous.
    Celebrated in song: Ar. πολύυμνος.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Celebrated

  • 17 Considerable

    adj.
    P. ἀξιόλογος.
    Great: P. and V. πολς, μέγας.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Considerable

  • 18 Crucial

    adj.
    Sure, certain: P. and V. πιστός.
    Exact, searching: P. and V. ἀκριβής.
    Critical: P. ἐπικίνδυνος.
    Important: P. ἀξιόλογος.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Crucial

  • 19 Distinguished

    adj.
    P. and V. εὔδοξος. περίβλεπτος, διαπρεπής, ἐκπρεπής, ὀνομαστός, λαμπρός, ἐπσημος, P. ἀξιόλογος, ἐπιφανής, εὐδόκιμος, περιβόητος, ἔνδοξος, διαφανής, ἐλλόγιμος, Ar. and V. κλεινός (Plat. also but rare P.), V. εὐκλεής, ἔξοχος.
    Render distinguished service to: use P. μέγαλα εὐεργετεῖν (acc.) (Xen.).
    Be distinguished: Ar. and P. εὐδοκιμεῖν, P. and V. εὐδοξεῖν (Eur., Rhes. 496).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Distinguished

  • 20 Eminent

    adj.
    P. and V. εὔδοξος, περίβλεπτος, διαπρεπής, ἐκπρεπής, ὀνομαστός, λαμπρός, ἐπσημος, P. ἀξιόλογος, ἐπιφανής, εὐδόκιμος, ἔνδοξος, διαφανής, ἐλλόγιμος, Ar. and V. κλεινός (Plat. also but rare P.), V. εὐκλεής.
    Pre-eminent: V. ἔξοχος; see pre-eminent, superior.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Eminent

См. также в других словарях:

  • ἀξιόλογος — worthy of mention masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αξιόλογος — η, ο (ΑΜ ἀξιόλογος, ον) 1. άξιος μνείας, αξιοσημείωτος, αξιοπρόσεκτος 2. (για πρόσωπα) σπουδαίος, σημαντικός. [ΕΤΥΜΟΛ. Συνθ. εκ συναρπαγής από τη φράση «άξιος λόγου»] …   Dictionary of Greek

  • αξιόλογος — η, ο επίρρ. α σημαντικός, σπουδαίος: Τον ξέρω, είναι άνθρωπος αξιόλογος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀξιολογώτερον — ἀξιόλογος worthy of mention masc acc comp sg ἀξιόλογος worthy of mention neut nom/voc/acc comp sg ἀξιόλογος worthy of mention adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀξιολογωτάτων — ἀξιόλογος worthy of mention fem gen superl pl ἀξιόλογος worthy of mention masc/neut gen superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀξιολογωτέραις — ἀξιόλογος worthy of mention fem dat comp pl ἀξιολογωτέρᾱͅς , ἀξιόλογος worthy of mention fem dat comp pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀξιολογωτέρων — ἀξιόλογος worthy of mention fem gen comp pl ἀξιόλογος worthy of mention masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀξιολογώτατα — ἀξιόλογος worthy of mention adverbial superl ἀξιόλογος worthy of mention neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀξιολογώτατον — ἀξιόλογος worthy of mention masc acc superl sg ἀξιόλογος worthy of mention neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀξιολόγως — ἀξιόλογος worthy of mention adverbial ἀξιόλογος worthy of mention masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀξιόλογον — ἀξιόλογος worthy of mention masc/fem acc sg ἀξιόλογος worthy of mention neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»