-
41 ἀξιολογωτάτῳ
-
42 αξιολογωτέραν
-
43 ἀξιολογωτέραν
-
44 αξιολογωτέροις
-
45 ἀξιολογωτέροις
-
46 αξιολογωτέρου
-
47 ἀξιολογωτέρου
-
48 αξιολογωτέρους
-
49 ἀξιολογωτέρους
-
50 αξιολογωτέρωι
-
51 ἀξιολογωτέρωι
-
52 αξιολογώταται
-
53 ἀξιολογώταται
-
54 αξιολογώτατοι
-
55 ἀξιολογώτατοι
-
56 αξιολογώτατος
-
57 ἀξιολογώτατος
-
58 αξιολογώτερα
-
59 ἀξιολογώτερα
-
60 αξιολογώτεραι
См. также в других словарях:
ἀξιόλογος — worthy of mention masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αξιόλογος — η, ο (ΑΜ ἀξιόλογος, ον) 1. άξιος μνείας, αξιοσημείωτος, αξιοπρόσεκτος 2. (για πρόσωπα) σπουδαίος, σημαντικός. [ΕΤΥΜΟΛ. Συνθ. εκ συναρπαγής από τη φράση «άξιος λόγου»] … Dictionary of Greek
αξιόλογος — η, ο επίρρ. α σημαντικός, σπουδαίος: Τον ξέρω, είναι άνθρωπος αξιόλογος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀξιολογώτερον — ἀξιόλογος worthy of mention masc acc comp sg ἀξιόλογος worthy of mention neut nom/voc/acc comp sg ἀξιόλογος worthy of mention adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀξιολογωτάτων — ἀξιόλογος worthy of mention fem gen superl pl ἀξιόλογος worthy of mention masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀξιολογωτέραις — ἀξιόλογος worthy of mention fem dat comp pl ἀξιολογωτέρᾱͅς , ἀξιόλογος worthy of mention fem dat comp pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀξιολογωτέρων — ἀξιόλογος worthy of mention fem gen comp pl ἀξιόλογος worthy of mention masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀξιολογώτατα — ἀξιόλογος worthy of mention adverbial superl ἀξιόλογος worthy of mention neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀξιολογώτατον — ἀξιόλογος worthy of mention masc acc superl sg ἀξιόλογος worthy of mention neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀξιολόγως — ἀξιόλογος worthy of mention adverbial ἀξιόλογος worthy of mention masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀξιόλογον — ἀξιόλογος worthy of mention masc/fem acc sg ἀξιόλογος worthy of mention neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)