-
41 ἀντι-παρ-ώνυμος
ἀντι-παρ-ώνυμος, dagegen davon benannt, Nicomach. arithm. 2, 3.
-
42 ἀνδρ-ώνυμος
ἀνδρ-ώνυμος, mit einem Männernamen.
-
43 ἀνθηρ-ώνυμος
ἀνθηρ-ώνυμος, blumennamig, Eust. 501.
-
44 ἀν-ώνυμος
ἀν-ώνυμος ( ὄνομα), ohne Namen, unbenannt, Od. 8, 552; Her. 4, 45; Ggstz ὄνομα ἔχει Theag. 123 e u. öfter bei Plat.; τὸν οἶκον αὐτοῠ ἀνώνυμον γενόμενον περιιδεῖν, seine Familie ohne Namenserben aussterben lassen, Isocr. 19, 35; ungekannt, ruhmlos, γῆρας Pind. Ol. 1, 82; πατρίς Ar. Th. 859; Ggstz κλεινός Plat. Legg. IV, 721 c; ἀνώνυμον τὴν πατρίδα καϑιστάναι Lys. 2, 6; ἀν. καὶ ἄδοξοι, entgegengesetzt ἔνδοξοι καὶ γνώριμοι Dem. 8, 66.
-
45 ὁμ-ώνυμος
ὁμ-ώνυμος, gleichnamig, einerlei Namen habend; Il. 17, 720; Pind. I. 6, 24; δύστονα κήδε' ὁμώνυμα, Aesch. Spt. 971; τινί, Plat. Rep. I, 330 b Crat. 405 d u. öfter; auch τινός, z. B. παρὰ τὸν σαυτοῦ ὁμώνυμον ἐλϑών, Prot. 311 b; Sp., wie Ath. XI, 491 c. Bes. gleichlautende Wörter, die verschiedene Begriffe ausdrücken, Arist. cat. 1, 1 top. 1, 15 u. öfter.
-
46 ἐπ-ώνυμος
ἐπ-ώνυμος, 1) seinen Namen woher habend, wonach benannt, ὄνομα ἐπώνυμον, gew. ein Name, den die Eltern bei einer besonderen Veranlassung mit besonderer Bedeutung dem Kinde beilegen, ein bedeutungsvoller Name, vgl. Od. 19, 406 πολλοῖσιν ὀδυσσάμενος τόδ' ἱκάνω –. τῷ δ' Ὀδυσεὺς ὄνομ' ἔστω ἐπ.; Il. 9, 562 Od. 7, 54; Πύϑιον καλέουσιν ἐπώνυμον οὕνεκα κεῖϑι αὐτοῦ πῠσε πέλωρ μένος ὀξέος ἠελίοιο H. h. Apoll. 373; Hes. Th. 144. 282; ὦ Πολύνεικες, ἔφυς ἄρ' ἐπώνυμος, du warst also mit Recht so benannt, Eur. Phoen. 1495; Βόσπορος ἐπώνυμος κεκλήσεται, er wird nach dir Bosp. genannt werden, Aesch. Prom. 733; τινός, wonach benannt, ὄρνιχος Pind. I. 5, 51; ἐμοῦ δ' ἄνακτος εὐλόγως ἐπώνυμον γένος Πελασγῶν Aesch. Suppl. 252; Prom. 847; Soph. O. R. 210; Eur. Ion 1594; in Prosa, ἐπώνυμοι τοῦ καταστρεψαμένου καλέονται Her. 7, 11; Plat. Lgg. VIII, 828 c u. Folgde; τὸ καλὸν πᾶν ἐπώνυμόν ἐστι τοῦ κόσμου Arist. de mund. 6; ἐπὶ τούτου τοῦ οὔρεος οἱ ἄνϑρωποι ἐπώνυμοι ἐγένοντο Her. 4, 184; Luc. Navig. 38; ἀπό τινος, D. Hal. 1, 71. – Sp. auch c. dat., D. Sic. 5, 4; D. Hal. 1, 9 u. A. – 21 seinen Namen einem Andern gebend; bes. in Athen die Heroen, nach denen die zehn von Klisthenes eingerichteten Phylen benannt sind, οἱ τῆς πόλεως ἐπώνυμοι Dem. 24, 8; πρόσϑεν τῶν ἐπωνύμων ἐκϑεῖναι νόμον ib. 18, Lept. 94, denn auf dem Platze der Versammlungen der Fünfhundert standen die Bilder dieser Heroen. – Später heißt der erste Archon, nach dem das Jahr benannt wird, ἐπώνυμος, wie in Rom die Konsuln ἀρχαὶ ἐπ., Hdn. 1, 16, 17. – In Sparta ἔφορος ἐπώνυμος, Paus. 3, 11, 2.
-
47 ἐν-αντι-ώνυμος
ἐν-αντι-ώνυμος, mit entgegengesetzten Namen, Nicom. arithm.
-
48 ὑπερ-ώνυμος
ὑπερ-ώνυμος, über alle Namen, unaussprechlich, Dionys. Areop.
-
49 ἑτερ-ώνυμος
ἑτερ-ώνυμος, mit einem andern Namen, andersnamig, von der Zahl, Nicom. arithm. 1, 11. 3, 7 u. Gramm., auch im adv.
-
50 ἰσ-ώνυμος
ἰσ-ώνυμος, gleichnamig, Pind. Ol. 9, 69.
-
51 ἱερ-ώνυμος
ἱερ-ώνυμος, mit heiligem Namen, Luc. Lexiph. 10.
-
52 ἰδι-ώνυμος
ἰδι-ώνυμος, mit eigenem Namen, Rhett.
-
53 ανωνυμος
21) не имеющий названия, безымянный(ἄνθρωπος Hom.; χώρα Her.)
οἶκος ἀ. γενόμενος Isocr. — пресекшийся род2) ( о римлянах) не имеющий cognomen(Plut., напр., C. Marius)
3) безымянный, анонимный(μήνυσις Lys.)
4) неизреченный, неименуемый(θεαί Eur. = Ἐρινύες)
5) безвестный, бесславный(γῆρας Pind.; πατρίς Eur., Arph., Lys.; ὄνομα Arph.; κλεινὸς καὴ μέ ἀ. Plat.)
-
54 δεξιωνυμος
-
55 διωνυμος
-
56 δυσωνυμος
21) чье имя внушает отвращение, ненавистный(υἷες Ἀχαιῶν Hom.)
2) роковой, зловещий(μοῖρα Hom.)
3) злополучный, проклятый, несчастный(λέκτρα, Αἴας Soph.)
-
57 επωνυμος
I21) данный в качестве имениτῷ δ΄ Ὀδυσεὺς ὄνομα ἔστω ἐπώνυμον Hom. — пусть будет ему наречено имя Одиссей;
οἱ δὲ ἄνακτα Πύθιον καλέουσιν ἐπώνυμον Hom. — властелина (Аполлона) называют именем «Пифийского»2) дающий (давший) названиеαὐτό μοι σὺ λαβὼν ἐπώνυμον (sc. σάκος), Ἐυρύσακες Soph. — возьми, Эврисак, щит, давший тебе имя;
ἐ. πόλεως Plut. — давший свое имя городу;Ζεὺς ἀλεξητήριος ἐ. γένοιτο! Aesch. — да сделает Зевс-хранитель по имени своему!3) прозванный, наименованныйἐ. τινος Pind., Her., Aesch. или ἐπί τινος Her. — названный (так) по чему-л. или вследствие чего-л.;
ἱδρύσασθαι τέν πόλιν Ἀθηναίῃ ἐπωνύμῳ Κραθίῃ Her. — построить город в честь Афины (по прозвищу) КратийскойIIὅ эпоним, «дающий чему-л. свое имя», «тот, именем которого что-л. названо»οἱ ἐπώνυμοι (sc. ἥρωες) Isocr., Dem. — герои-эпонимы (легендарные герои аттических племен, именами которых были названы 10 фил Клисфена);
-
58 ευωνυμος
I2[ὄνυμα = ὄνομα См. ονομα]1) имеющий славное имя, славный, почтенный(Ἀστερίη Hes.; πατέρες Pind.)
2) звучащий как хорошее предзнаменование или приятно звучащий(ἀριστοκρατία Plat.; λόγος Luc.)
3) euphem. (= ἀριστερός См. αριστερος) левый(ὠλένη Soph.; κέρας Her., Plut.; τόπος Plat.; πούς NT.)
ἐξ εὐωνύμου (χειρός) Her. и ἐξ εὐωνύμων NT. — слева;4) euphem. зловещий(οἰωνοί Aesch.)
IIὅ бересклет (Euonymus Europaeus L.) Plin. -
59 ιερωνυμος
-
60 ισωνυμος
См. также в других словарях:
-ώνυμος — η, ο / ώνυμος, ον, ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής (πρβλ. μεγαλ ώνυμος, μονώνυμος, πολύ ώνυμος) από το ὄνυμα, αιολ. τ. τού όνομα. Πολλοί τ. τού ουδ. έχουν ουσιαστικοποιηθεῑ (πρβλ. επ ώνυμο, παρώνυμο, ιδι ώνυμο, συν ώνυμο… … Dictionary of Greek
όνομα — Μέρος του λόγου που διακρίνεται κατά το γένος, τον αριθμό και –στις κλιτές γλώσσες– την πτώση. Ο Πλάτων, ο Αριστοτέλης και οι Στωικοί προσπάθησαν να δώσουν έναν ορισμό του o., στην προσπάθεια τους να κατατάξουν, με βάση ορισμένα λογικά κριτήρια,… … Dictionary of Greek
ευγενώνυμος — εὐγενώνυμος, ον (Μ) αυτός που έχει ευγενές όνομα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευγενής + ώνυμος (< όνομα) λόγω τής συνθέσεως, πρβλ. αν ώνυμος, ομ ώνυμος] … Dictionary of Greek
θεώνυμος — θεώνυμος, ον (ΑΜ) αυτός ο οποίος φέρει το όνομα τού θεού. [ΕΤΥΜΟΛ. < θε (βλ. θεο ) + ωνυμος (< όνυμα, αιολ. τ. τού όνομα), πρβλ. αν ώνυμος, επ ώνυμος. Το ω λόγω τής «εκτάσεως εν συνθέσει»] … Dictionary of Greek
θηριώνυμος — θηριώνυμος, ον (Μ) αυτός που έχει πάρει το όνομα του από την ονομασία θηρίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < θηρίο + ώνυμος (< όνυμα, δωρ. τ. τού όνομα), πρβλ. αν ώνυμος, περι ώνυμος. Το ω λόγω «εκτάσεως εν συνθέσει»] … Dictionary of Greek
ιδιώνυμος — η, ο (Α ἰδιώνυμος, ον) αυτός που ονομάζεται ή χαρακτηρίζεται με ιδιαίτερο όνομα νεοελλ. φρ. (νομ.) «ιδιώνυμο αδίκημα» ή απλώς «ιδιώνυμο» αδίκημα που χαρακτηρίζεται ιδιαιτέρως, διαφορετικά από τα αδικήματα τής γενικότερης κατηγορίας στην οποία από … Dictionary of Greek
ιερώνυμος — I (Στριδώνα Δαλματίας 347 – Βηθλεέμ 420 μ.Χ.). Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης και Δυτ. Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, προστάτης των μεταφραστών. Ήταν σύγχρονος του Αυγουστίνου και του Αμβροσίου και φίλος του Γρηγορίου του Ναζιανζηνού και του Γρηγορίου… … Dictionary of Greek
ισώνυμος — ἰσώνυμος, ον (Α) αυτός που έχει το ίδιο όνομα με άλλον, φερώνυμος, ομώνυμος («καλεῑν τινα ἰσώνυμον ἔμμεν μάτρωος», Πίνδ.) [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * ώνυμος (< ὄνυμα αιολ. και δωρ. τ. τού ὄνομα), πρβλ. ετερ ώνυμος, ομ ώνυμος] … Dictionary of Greek
κακώνυμος — η, ο (Α κακώνυμος, ον) αυτός που έχει κακό όνομα, κακή φήμη, δυσώνυμος, δυσφημισμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + ώνυμος (< ὄνυμα, αιολ. και δωρ. τ. τού ὄνομα), πρβλ. ετερ ώνυμος, ψευδ ώνυμος] … Dictionary of Greek
καλώνυμος — καλώνυμος, ον (AM) αυτός που έχει καλό όνομα, καλή φήμη, υπόληψη. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο) * + ώνυμος (< ὄνυμα, αιολ. και δωρ. τ. τού ὄνομα), πρβλ. ιδι ώνυμος, ψευδ ώνυμος] … Dictionary of Greek
κοπρώνυμος — Προσωνυμία του αυτοκράτορα του Βυζαντίου Κωνσταντίνου Ε’ (718 775). Βλ. λ. Κωνσταντίνος, όνομα αυτοκρατόρων του Βυζαντίου. * * * ο (Μ κοπρώνυμος) επίθετο που δόθηκε υβριστικά από τους εικονολάτρες στον εικονοκλάστη Βυζαντινό αυτοκράτορα… … Dictionary of Greek