-
1 ανωμοτος
21) не поклявшийся, не давший клятвы Plat., Arst., Dem.ἡ γλῶσσ΄ ὀμώμοχ΄, ἥ δὲ φρέν ἀ. Eur. — поклялись уста, но душа клятвой не связана
2) не освященный клятвой(εἰρήνη Dem.)
-
2 απωμοτος
21) клятвенно уверяющий, заверяющий, тж. зарекающийся(μηδενὴ ὄνομά τινος γενέσθαι Plut.)
οὐδέν ἐστ΄ ἀπώμοτον Soph. — ни от чего не следует зарекаться;καἴπερ ὢν ἀ. Soph. — хотя я и поклялся в обратном2) клятвенно отрицаемыйὧν οὐδὲν ἀπώμοτον Plat. — о которых нельзя поручиться, что их не будет
-
3 διωμοτος
-
4 ενωμοτος
I2[ὄμνυμι] связанный или обязавшийся клятвойὅρκοις, οἷσιν ἦν ἐ. Soph. — клятвы, которые он дал;
θεῶν ἐ. (- v. l. ἀνώμοτος) Eur. — поклявшийся богамиIIὅ заговорщик Plut. -
5 επωμοτος
21) поклявшийсяἐ. λέγων Soph. — клятвенно заявивший
2) клятвенно призываемый в свидетелиΖῆνα ἔχειν ἐπώμοτον Soph. — призывать в свидетели Зевса, клясться именем Зевса
См. также в других словарях:
ευώμοτος — εὐώμοτος, ον (Α) αυτός που τηρεί τους όρκους. [ΕΤΥΜΟΛ. < εύ + ωμοτος (< όμνυμι «ορκίζομαι»), πρβλ. αν ώμοτος, ψευδ ώμοτος. Το ω λόγω τής συνθέσεως] … Dictionary of Greek
κατώμοτος — κατώμοτος, ον (Α) (για όρκο) αυτός που δίνεται για βεβαίωση. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ώμοτος (< ὄμνυμι, πρβλ. δι ώμοτος, επ ώμοτος] … Dictionary of Greek
συνώμοτος — ον, ΜΑ, και αττ. τ. ξυνώμοτος, ον, Α το ουδ. ως ουσ. τὸ συνώμοτον η συνωμοσία μσν. (για πράγμ.) αυτός που είναι αποτέλεσμα ένορκης συμφωνίας αρχ. 1. συνδεδεμένος με όρκο, δεσμευμένος με όρκο 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ξυνώμοτον σύνδεσμος, ένωση που… … Dictionary of Greek
ψευδώμοτος — ον, Α (για όρκο) αυτός που δόθηκε ψεύτικα, εν γνώσει τού ορκιζομένου ότι λέει ψέματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδ(ο) * + ώμοτος (< ὄμνυμι), με έκταση λόγω συνθέσεως (πρβλ. συν ώμοτος)] … Dictionary of Greek
Enomotia — spartanische Enomotie mit 36 Mann (Enomotarch mit schwarzem Schild) Die Enomotie (griechisch: ἐνωμοτία) war die kleinste Unterabteilung der antiken griechischen Heere in der Phalanx und bestand in Sparta vermutlich aus 36 Mann, sonst wohl auch… … Deutsch Wikipedia
Enomotie — spartanische Enomotie mit 36 Mann (Enomotarch mit schwarzem Schild) Die Enomotie (griechisch: ἐνωμοτία) war die kleinste Unterabteilung der antiken griechischen Heere in der Phalanx und bestand in Sparta vermutlich aus 36 Mann, sonst wohl auch… … Deutsch Wikipedia
ορκώμοτος — ὁρκώμοτος, ον (Α) αυτός ενώπιον τού οποίου ορκίζεται κανείς. [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. «εκ συναρπαγής» από τη φρ. ὅρκον ὀμόσαι, με επίθημα τος (πρβλ. αν ώμοτος). Το ω τού τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως] … Dictionary of Greek