-
1 επωμοτος
21) поклявшийсяἐ. λέγων Soph. — клятвенно заявивший
2) клятвенно призываемый в свидетелиΖῆνα ἔχειν ἐπώμοτον Soph. — призывать в свидетели Зевса, клясться именем Зевса
См. также в других словарях:
επώμοτος — ἐπώμοτος, ον (Α) 1. αυτός που βεβαιώνει κάτι με όρκο («οὐκ ἐπώμοτος λέγων δάκαρτ’ ἔφασκες Ἡρακλεῑ ταύτην ἄγειν;», Σοφ.) 2. μάρτυρας τών όρκων, όρκιος («Ζῆν’ ἔχων ἐπώμοτον» έχοντας τον Δία ως μάρτυρα τού όρκου μου, Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + *… … Dictionary of Greek
ἐπώμοτος — on oath masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπώμοτον — ἐπώμοτος on oath masc/fem acc sg ἐπώμοτος on oath neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπωμότοις — ἐπώμοτος on oath masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)