Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

ἐπώμοτος

См. также в других словарях:

  • επώμοτος — ἐπώμοτος, ον (Α) 1. αυτός που βεβαιώνει κάτι με όρκο («οὐκ ἐπώμοτος λέγων δάκαρτ’ ἔφασκες Ἡρακλεῑ ταύτην ἄγειν;», Σοφ.) 2. μάρτυρας τών όρκων, όρκιος («Ζῆν’ ἔχων ἐπώμοτον» έχοντας τον Δία ως μάρτυρα τού όρκου μου, Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + *… …   Dictionary of Greek

  • ἐπώμοτος — on oath masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπώμοτον — ἐπώμοτος on oath masc/fem acc sg ἐπώμοτος on oath neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπωμότοις — ἐπώμοτος on oath masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»