Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

ἀν-έκδρομος

См. также в других словарях:

  • έκδρομος — ἔκδρομος, ο (Α) 1. αυτός που βγαίνει έξω τρέχοντας 2. στον πληθ. οἱ ἔκδρομοι οι στρατιώτες που ξεφεύγουν από τις τάξεις τους και ορμούν στον εχθρό, οι ακροβολιστές …   Dictionary of Greek

  • ἔκδρομος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκδρόμοις — ἔκδρομος masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκδρόμους — ἔκδρομος masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνέκδρομος — ον, Μ αυτός που συμπορεύεται ή φθάνει σε ένα σημείο μαζί με κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἔκδρομος «αυτός που βγαίνει έξω τρέχοντας»] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»