-
1 ἔκδρομος
ἔκ-δρομος, ὁ, der Ausläufer, bes. der aus der Schlachtreihe heraus gegen den Feind vorrückt
См. также в других словарях:
έκδρομος — ἔκδρομος, ο (Α) 1. αυτός που βγαίνει έξω τρέχοντας 2. στον πληθ. οἱ ἔκδρομοι οι στρατιώτες που ξεφεύγουν από τις τάξεις τους και ορμούν στον εχθρό, οι ακροβολιστές … Dictionary of Greek
ἔκδρομος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκδρόμοις — ἔκδρομος masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκδρόμους — ἔκδρομος masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνέκδρομος — ον, Μ αυτός που συμπορεύεται ή φθάνει σε ένα σημείο μαζί με κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἔκδρομος «αυτός που βγαίνει έξω τρέχοντας»] … Dictionary of Greek