Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἀν-άσπαστος

См. также в других словарях:

  • ἀσπαστός — welcome masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ασπαστός — ή, ό (AM ἀσπαστός, ή, ό) [ασπάζομαι] ο ευπρόσδεκτος νεοελλ. αυτός που μπορεί να γίνει αποδεκτός αρχ. ο επιθυμητός …   Dictionary of Greek

  • άσπαστος — και άσπαγος, η, ο [σπάω] 1. αυτός που δεν έχει ή δεν είναι δυνατόν να σπάσει («άσπαστη πέτρα», «άσπαστο ποτήρι») 2. ο αδιάσπαστος, ο συνεχής 3. (για γυναίκα) εκείνη που δεν είναι σπασμένη, η αδιακόρευτη …   Dictionary of Greek

  • άσπαστος — η, ο εκείνος που δεν έσπασε ή δε σπάζει, άθραυστος: Τα ποτήρια που πουλούσε τα διαφήμιζε ως άσπαστα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀσπαστά — ἀσπαστός welcome neut nom/voc/acc pl ἀσπαστά̱ , ἀσπαστός welcome fem nom/voc/acc dual ἀσπαστά̱ , ἀσπαστός welcome fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσπαστότερον — ἀσπαστός welcome adverbial comp ἀσπαστός welcome masc acc comp sg ἀσπαστός welcome neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσπαστῶν — ἀσπαστός welcome fem gen pl ἀσπαστός welcome masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσπαστόν — ἀσπαστός welcome masc acc sg ἀσπαστός welcome neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσπαστότατα — ἀσπαστός welcome adverbial superl ἀσπαστός welcome neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσπασταί — ἀσπαστός welcome fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσπαστοί — ἀσπαστός welcome masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»