-
1 ασπαστός
-
2 ἀσπαστός
-
3 ἀσπαστός
ἀσπαστός, erwünscht, willkommen; Od. 7, 343. 8, 295. 13, 35. 19, 569. 23, 60. 239; das neutr. ἀσπαστόν als advb. 5, 398 Ὀδυσῆ' ἀσπαστὸν ἐείσατο γαῖα καὶ ὕλη; wünschenswerth, Plat. Phil. 32 c; ἡ τυραννὶς πρὸ ἐλευϑερίης ἦν ἀσπαστότερον Her. 1, 62. – Adv. ἀσπαστῶς, ὑπήκουσαν Her. 4, 201.
-
4 ασπαστος
-
5 ἀσπαστός
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἀσπαστός
-
6 ἀσπαστός
ἀσπαστός, erwünscht, willkommen; wünschenswert -
7 άσπαστος
η, ο1) несломанный, неразбитый, нерасколотый; 2) небьющийся -
8 ασπαστός
η, ό[ν] достойный одобрения, принятия; приемлемый -
9 ἀσπαστός
A = ἀσπάσιος, welcome, Hom. (only in Od.), , cf. 5.398, 23.239;κάρτα ἀ. [τὸ πρᾶγμα] ἐποιήσαντο Hdt.5.98
; , cf. E.Rh. 348 (lyr.), Them.Or.15.184d ([comp] Comp.). Adv.- τῶς Hdt.4.201
, Lyc.1090;τὸ τῆς ζωῆς ἀ. Epicur.Ep.3p.61U.
; neut. ἀσπαστόν as Adv., Hes.Sc.42.II ἄσπαστον, τό, an instrument of uncertain use, BGU544.25 (ii/iii A.D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀσπαστός
-
10 ασπαστά
ἀσπαστόςwelcome: neut nom /voc /acc plἀσπαστά̱, ἀσπαστόςwelcome: fem nom /voc /acc dualἀσπαστά̱, ἀσπαστόςwelcome: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
11 ἀσπαστά
ἀσπαστόςwelcome: neut nom /voc /acc plἀσπαστά̱, ἀσπαστόςwelcome: fem nom /voc /acc dualἀσπαστά̱, ἀσπαστόςwelcome: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
12 ασπαστότερον
ἀσπαστόςwelcome: adverbial compἀσπαστόςwelcome: masc acc comp sgἀσπαστόςwelcome: neut nom /voc /acc comp sg -
13 ἀσπαστότερον
ἀσπαστόςwelcome: adverbial compἀσπαστόςwelcome: masc acc comp sgἀσπαστόςwelcome: neut nom /voc /acc comp sg -
14 ασπαστών
-
15 ἀσπαστῶν
-
16 ασπαστόν
-
17 ἀσπαστόν
-
18 ασπαστότατα
-
19 ἀσπαστότατα
-
20 ανασπαστος
или ἀνασπαστός 21) оттянутый назад, т.е. отворенный(πύλη Soph.)
2) приведенный насильноἀνασπαστόν τινα ποιεῖν εἴσω Arph. — силой притащить кого-л. в дом
3) силой уведенный, похищенный(θυγατέρες καὴ γυναῖκες Plut.)
4) переселенный, выселенный(ἀνάσπαστον ποιεῖν τινα ἐξ Αἰγύπτου и ἐς τέν Ἀσίην Her.)
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ἀσπαστός — welcome masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ασπαστός — ή, ό (AM ἀσπαστός, ή, ό) [ασπάζομαι] ο ευπρόσδεκτος νεοελλ. αυτός που μπορεί να γίνει αποδεκτός αρχ. ο επιθυμητός … Dictionary of Greek
άσπαστος — και άσπαγος, η, ο [σπάω] 1. αυτός που δεν έχει ή δεν είναι δυνατόν να σπάσει («άσπαστη πέτρα», «άσπαστο ποτήρι») 2. ο αδιάσπαστος, ο συνεχής 3. (για γυναίκα) εκείνη που δεν είναι σπασμένη, η αδιακόρευτη … Dictionary of Greek
άσπαστος — η, ο εκείνος που δεν έσπασε ή δε σπάζει, άθραυστος: Τα ποτήρια που πουλούσε τα διαφήμιζε ως άσπαστα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀσπαστά — ἀσπαστός welcome neut nom/voc/acc pl ἀσπαστά̱ , ἀσπαστός welcome fem nom/voc/acc dual ἀσπαστά̱ , ἀσπαστός welcome fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσπαστότερον — ἀσπαστός welcome adverbial comp ἀσπαστός welcome masc acc comp sg ἀσπαστός welcome neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσπαστῶν — ἀσπαστός welcome fem gen pl ἀσπαστός welcome masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσπαστόν — ἀσπαστός welcome masc acc sg ἀσπαστός welcome neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσπαστότατα — ἀσπαστός welcome adverbial superl ἀσπαστός welcome neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσπασταί — ἀσπαστός welcome fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσπαστοί — ἀσπαστός welcome masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)