-
1 ανασπαστος
или ἀνασπαστός 21) оттянутый назад, т.е. отворенный(πύλη Soph.)
2) приведенный насильноἀνασπαστόν τινα ποιεῖν εἴσω Arph. — силой притащить кого-л. в дом
3) силой уведенный, похищенный(θυγατέρες καὴ γυναῖκες Plut.)
4) переселенный, выселенный(ἀνάσπαστον ποιεῖν τινα ἐξ Αἰγύπτου и ἐς τέν Ἀσίην Her.)
-
2 ανασπαστός
-
3 ἀνασπαστός
-
4 ανάσπαστος
-
5 ἀνάσπαστος
-
6 ανάσπαστος
η, ο [ος, ον ] вытащенный, вытянутый, вынутый -
7 ἀνασπαστός
ἀνα-σπαστός, όν,A drawn up, Ar.V. 382: but mostly, dragged up the country, of tribes compelled to emigrate into Central Asia, ;τούτους ἐξ Αἰγύπτου ἀ. ἐποίησαν παρὰ βασιλέα Id.4.204
, cf. 6.9, 32;τοὺς ἀ. κατοικίζειν Id.3.93
; εὐθὺς ἀ. removing hastily, Plb.2.53.5.2 of a door or gate, drawn back, opened from inside, S. Ant. 1186.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀνασπαστός
-
8 ἀνάσπαστος
ἀνά-σπαστος, auf-, weggezogen, eine zurückgezogene, geöffnete Tür; aus seinem Vaterlande verbannt; vertreiben; freiwillig fortgehend; -Schuhriemen -
9 ανασπαστόν
-
10 ἀνασπαστόν
-
11 ανάσπαστον
-
12 ἀνάσπαστον
-
13 κανασπαστόν
ἀνασπαστόν, ἀνασπαστόςdrawn up: masc /fem acc sgἀνασπαστόν, ἀνασπαστόςdrawn up: neut nom /voc /acc sg -
14 κἀνασπαστόν
ἀνασπαστόν, ἀνασπαστόςdrawn up: masc /fem acc sgἀνασπαστόν, ἀνασπαστόςdrawn up: neut nom /voc /acc sg -
15 ἀνά-σπαστος
ἀνά-σπαστος, auf-, weggezogen, πύλη, eine zurückgezogene, geöffnete Thür, Soph. Ant. 1171 ( ἀνασπαστός ist falsch betont). Bei Her. 7, 80 aus seinem Vaterlande verbannt; ἀνάσπαστον ποιεῖν, vertreiben, 4, 204 u. öfter; vgl. ἀνάσπαστον ἄγειν τινά Plut. Luc. 14; Pol. 24, 8; freiwillig fortgehend, 2, 53; – οἱ ἀνάσπαστοι, bei Ael. V. H. 9, 11 u. Ath. XII, 543 e, Schuhriemen.
-
16 ανασπαστοίς
-
17 ἀνασπαστοῖς
-
18 ανασπαστού
-
19 ἀνασπαστοῦ
-
20 ανασπαστούς
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ανάσπαστος — ἀνάσπαστος, η, ον και ανασπαστός, ή, όν (Α) [ανασπώ] 1. αυτός που έχει ανασυρθεί 2. αυτός που εξαναγκάζεται να μετοικήσει από την πατρίδα του σε άλλη χώρα 3. (για πύλη) αυτός που ανοίγει προς τα μέσα 3. ως ουσ. οι ανάσπαστοι οι ιμάντες των… … Dictionary of Greek
ἀνασπαστός — drawn up masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνάσπαστος — ἀνασπαστός drawn up masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνασπαστόν — ἀνασπαστός drawn up masc/fem acc sg ἀνασπαστός drawn up neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνάσπαστον — ἀνασπαστός drawn up masc/fem acc sg ἀνασπαστός drawn up neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνασπαστοῖς — ἀνασπαστός drawn up masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνασπαστοῦ — ἀνασπαστός drawn up masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνασπαστούς — ἀνασπαστός drawn up masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνασπαστά — ἀνασπαστός drawn up neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνασπάστοις — ἀνασπαστός drawn up masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνασπάστους — ἀνασπαστός drawn up masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)