Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

ἀν-οίκτιστος

См. также в других словарях:

  • οίκτιστος — οἴκτιστος, ίστη, ον (Α) 1. άξιος πολύ μεγάλου οίκτου, πάρα πολύ αξιοθρήνητος («οἰκτίστοις ἐλέγοισιν ὀδύρεται», Απολλ. Ρόδ.) 2. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) οἴκτιστα με πάρα πολύ οίκτο. επίρρ... οἰκτίστως (Α) με οίκτιστο τρόπο, με πάρα πολύ οίκτο.… …   Dictionary of Greek

  • οἴκτιστος — most pitiable masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰκτίστως — οἴκτιστος most pitiable adverbial οἴκτιστος most pitiable masc acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἴκτιστον — οἴκτιστος most pitiable masc acc sg οἴκτιστος most pitiable neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰκτίσταις — οἴκτιστος most pitiable fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰκτίστη — οἴκτιστος most pitiable fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰκτίστην — οἴκτιστος most pitiable fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰκτίστης — οἴκτιστος most pitiable fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰκτίστοις — οἴκτιστος most pitiable masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰκτίστου — οἴκτιστος most pitiable masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰκτίστῳ — οἴκτιστος most pitiable masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»