-
1 οχη
ἡ (про)питание, пища Anth. -
2 αποχη
-
3 εισοχη
-
4 εξοχη
ἥ1) выступ, выпуклостьἡ κατ΄ ἐξοχέν τύπωσις Sext. — выпуклое изображение, рельеф;
ἥ τῶν κεράτων ἐ. Arst. — роговые наросты, т.е. рога2) превосходство, преимущество Cic.οἱ κατ΄ ἐξοχέν ὄντες τῆς πόλεως NT. — знатнейшие граждане города
-
5 εποχη
ἥ1) остановка, задержка, прекращение(ἥ κατὰ τὸν πόλεμον ἐ. Polyb.)
ἐποχὰς ποιεῖν τινος Plut. — прекратить что-л.3) задержка лучей ( при затмении) Plut.4) астр. взаимное положение небесных светил, констелляция(ἀστέρων ἐποχαί Plut.)
5) поздн. эпоха -
6 κατοχη
ἥ (= κατοκωχή См. κατοκωχη)1) задержание, арест(τοῦ Ἱστιαίου Her.)
2) помеха, задержка(ἀνείρξεις καὴ κατοχαί Plut.)
3) одержимость, исступление(κατοχαὴ καὴ ἐνθουσιασμοί Plut.)
-
7 μετοχη
дор. μετοχά ἥ1) участие, (со)причастностьκατὰ μετοχήν Arst. — в силу причастности
2) общность, сообщество(τίς γὰρ μ. δικαιοσύνῃ καὴ ἀνομίᾳ; NT.; ἐκκληΐειν τῆς μετοχῆς τέν πόλιν Her.)
3) грам. причастие -
8 ξυνοχη
ἥ1) pl. сужение, узкое местоἐν ξυνοχῇσιν ὁδοῦ Hom. — в узкой части дороги, по по друг. на скрещении дорог
2) непрерывность, сплошная связь Arst.3) задержка, остановка(τῆς κινήσεως Arst.)
4) удерживание, сохранение(ἑαυτοῦ Plut.)
5) стеснение, томление(καρδίας NT.)
6) смятение, испуг(ἐθνῶν ἐπὴ γῆς NT.)
-
9 παροχη
-
10 περιοχη
ἥ1) окружность, оболочка(σφαίρας Plut.)
2) сумма, совокупностьπ. τῶν ὅλων Plut. — вселенная, мир
3) масса, тело(π. πυροειδής Plut.)
4) протяжение, распространение(αἱ τῶν ἐθνῶν περιοχαί Diod.)
5) периоха, извлечение из текста, выдержка(τῆς γραφῆς NT.)
-
11 προοχη
-
12 προσοχη
-
13 συνοχη
ἥ1) pl. сужение, узкое местоἐν ξυνοχῇσιν ὁδοῦ Hom. — в узкой части дороги, по по друг. на скрещении дорог
2) непрерывность, сплошная связь Arst.3) задержка, остановка(τῆς κινήσεως Arst.)
4) удерживание, сохранение(ἑαυτοῦ Plut.)
5) стеснение, томление(καρδίας NT.)
6) смятение, испуг(ἐθνῶν ἐπὴ γῆς NT.)
-
14 υπεροχη
ἥ1) возвышение, возвышенность Polyb.2) выступ, высота(τῶν βουνῶν Polyb.; τῶν ὀρῶν Plut.)
3) тж. pl. превосходство, преимущество, преобладание(ἥ ἰσχὺς καὴ ἥ ὑ. Arst.)
διὰ τέν ὑπεροχέν τοῦ πλήθους Arst. — вследствие численного преобладания;οἱ ἐν ὑπεροχαῖς εὐτυχημάτων ὄντες Arst. — те, кто осыпан всеми дарами счастья4) знатностьοἱ ἐν ὑπεροχαῖς νεανίσκοι Diod. — знатные юноши;
οἱ ἐν ὑπεροχῇ ὄντες NT. — знатные люди5) избыток, излишек Plat., Arst.6) мат. превышение, разница Arst. -
15 υποχη
См. также в других словарях:
ὀχή — prop fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οχή — Βουνό της νότιας Εύβοιας (1.404 μ.), που καταλήγει στα Ν στα ακρωτήρια Μαντέλλο (Γεραιτός) και Παξιμάδι (Λευκή Ακτή), στα δε ΒΑ στον Καφηρέα (Κάβο Ντόρο, κοινά Βουνό της Καρύστου). Ψηλότερες κορυφές είναι ο Άγιος Ηλίας (1.398 μ.) και ο Ιούδας… … Dictionary of Greek
Όχη — Sp Òchė Ap Όχη/Ochi L kk. Eubojoje, Graikija … Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė
ὀχῇ — ὀχάομαι leap pres subj mp 2nd sg (doric) ὀχάομαι leap pres ind mp 2nd sg (doric) ὀχάομαι leap pres subj mp 2nd sg (epic ionic) ὀχάομαι leap pres ind mp 2nd sg (epic ionic) ὀχέω hold fast pres subj mp 2nd sg ὀχέω hold fast pres ind mp 2nd sg ὀχέω… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὄχη — ὄχος carriage neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ὀχέω hold fast pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) ὀχέω hold fast imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀχῆι — ὀχῇ , ὀχάομαι leap pres subj mp 2nd sg (doric) ὀχῇ , ὀχάομαι leap pres ind mp 2nd sg (doric) ὀχῇ , ὀχάομαι leap pres subj mp 2nd sg (epic ionic) ὀχῇ , ὀχάομαι leap pres ind mp 2nd sg (epic ionic) ὀχῇ , ὀχέω hold fast pres subj mp 2nd sg ὀχῇ ,… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀχήν — ὀχή prop fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δρακόσπιτα — Ιδιότυπα κτίσματα, κατασκευασμένα από μεγάλες, πλακόμορφες, σχιστολιθικές πέτρες, κατά το ψευδοϊσόδομο σύστημα. Βρίσκονται στη νοτιοδυτική Εύβοια, κυρίως στο όρος Όχη. Έχουν σχήμα τετράπλευρου ορθογώνιου, με μεγάλο πάχος στην τοιχοποιία. Οι… … Dictionary of Greek
Εύβοια — I Νησί (3.658 τ. χλμ., 209.130 κάτ.) που απλώνεται με νοτιοανατολική κατεύθυνση κατά μήκος της βορειοανατολικής ακτής της Στερεάς Ελλάδας. Είναι το δεύτερο σε μέγεθος νησί της Ελλάδας μετά την Κρήτη. Στα Β του νησιού οι δίαυλοι του Τρίκερι και… … Dictionary of Greek
Охи — греч. Όχη … Википедия
οκωχή — ὀκωχή, ἡ (Α) (αντί ὄχή*) στήριγμα, υποστήριξη. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει σχηματιστεί από ὀχή* με αναδιπλασιασμό (πρβλ. οδωδή, οπωπή)] … Dictionary of Greek