-
1 ἀπό-κριτος
ἀπό-κριτος, abgesondert, ausgewählt, Opp. H. 3, 266.
-
2 εὐ-από-κριτος
εὐ-από-κριτος, leicht zu beantworten, Sp.; - τως ἔχειν πρός τι, leicht beantworten können, Artemid. 4, 63.
-
3 δυς-από-κριτος
δυς-από-κριτος, schwer zu beantworten, Luc. Hermot. 33; – akt., schwer antwortend, Paul. Aeg.
-
4 ἀν-από-κριτος
ἀν-από-κριτος, unbeantwortet, ohne Antwort, Pol. ἀποστέλλειν τινά 4, 34; ἀπελϑεῖν 23, 10; – ohne Antwort zu geben, οἰμωγή 8, 23; – ἀναποκρίτως εἰπών Antiph. 3, 172.
-
5 ἀπόκριτος
ἀπό-κρῐτος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀπόκριτος
-
6 ἀπόκριτος
ἀπό-κριτος, abgesondert, ausgewählt -
7 ἀναπόκριτος
ἀν-από-κριτος, unbeantwortet, ohne Antwort; ohne Antwort zu geben -
8 δυςαπόκριτος
δυς-από-κριτος, schwer zu beantworten; akt., schwer antwortend -
9 εὐαπόκριτος
εὐ-από-κριτος, leicht zu beantworten; - τως ἔχειν πρός τι, leicht beantworten können -
10 κρί̄νω
κρί̄νωGrammatical information: v.Meaning: `separate, choose, select, decide, judge, condemn, accuse, apply' (Il.); ὑπο-κρίνομαι `aswer' (Il.), `on the stage answer (the choir), be actor' (Att.), ἀπο- κρί̄νω `answer' (Att.).Other forms: (Thess. κρεννέμεν), aor. κρῖναι (Lesb. κρίνναι), pass. κριθῆναι (ep. also κρινθήμεναι; metr. easy, s. Schwyzer 761, Chantraine Gramm. hom. 1, 404), perf. midd. κέκριμαι, act. κέκρικα (Pl. Lg.), fut. κρινῶ, ep. Ion. κρινέω, Dor. - ίω.Derivatives: 1. ( ἀπό-, διά- etc.) κρίσις `decision, judgement, tribunal etc.' (Pi., IA.; Holt Les noms d'action en - σις 103 f.) with κρίσιμος `decisive, critical' (Hp., Arist.; Arbenz Die Adj. auf - ιμος 53f.), ἀποκρισιά-ριος `secretary' (pap. VIp). - 2. ( ἀπό-, ἐπί-, σύν-, πρό-)κρίμα `decision etc.' (hell.), κρῖμα = κρεῖμα (A. Supp. 397; s. below); σύγκριμα `body formed by combining' (hell.) with συγκριμάτιον `small body' (M. Ant.), - ματικός (Gal.). - 3. ( ἀν-)κριτήρ `judge, examiner' (Dor.), κριντήρ `id.' (Gortyn), κριτής `judge, arbiter' (Ion. Att.), often from the prefixcompp., e.g. ὑποκριτής `actor etc.' (Att.; Else WienStud. 72, 75ff.); κριτήριον `(decisive) mark, tribunal' (Att., Arg.), ἐπι-̃ `court of justice' (Creta) ; ἐγκριτήριος `for admission' (Corinth IIp); further see κριτήρ, - τής, - τήριον in Fraenkel Nom. ag. [s. Index]. - 4. κριτός `selected, ' (Il.; Ammann Μνήμης χάριν 1, 21) with Κρίτων, Κρίτυλλα (Leumann Glotta 32, 225 n. 1 = Kl. Schr. 250 A. 2); ἔκ-, σύγ-κριτος etc. (IA.); ( δια-, ἐπι-, συν-) κριτικός `of the κρίσις' (Pl., Arist.). - 5. - κριδόν, e.g. διακριδόν `separated' (Il.), διακριδά `id.' (Opp.). - 6. On κρίμνον s. v.Origin: IE [Indo-European] [945] * krei-`separate, distinguish'Etymology: The present κρί̄νω from *κρῐν-ι̯ω (unlessinnovated to the aorist κρῖναι; Schwyzer 694) has a nasal suffix, which originally belonged only to the present, but was later extended; as in κλί̄νω. - To the nasal present Latin and Celtic have agreements in cer-n-ō `select, discern' (\< *krĭ-n-ō), Welsh go-grynu `sieve' (\< IE. *upo-krĭ-n-ō). Also the verbal adj. κριτός has a direct agreement in Lat. certus `decided, certain'; further the languages behave diff.: the lengthened grade in ( dē)crē-v-ī, ex-crē-mentum `separation' perh. in the isolated κρησέρα `feines Sieb' (s. v.; improbable). The Greek paradigm results from large-scale levelling; only Att. κρῖμα for older κρεῖμα (after κρί̄νω, κρῖναι) = Lat. dis-crī-men still has the full grade preserved (Wackernagel Unt. 76 n. 1, Rodriguez Adrados Emerita 16, 133 ff.). - The numerous nominal formations, esp. in Latin, Celtic and Germanic (e. g. Lat. crībrum `sieve', Germ., e.g. Goth. hrains `pure', prop. `sieved'), learn nothing for Greek. Details in Pok. 946, W.-Hofmann and Ernout-Meillet s. cernō.Page in Frisk: 2,20-21Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > κρί̄νω
-
11 ακριτος
21) беспорядочный, бессвязный, путаный(μῦθος Hom.)
ἄκριτα ἀγορεύειν Hom. — толковать и вкривь и вкось;ἠχέ ἄ. Plut. — нестройный шум2) смешанный, необособленныйτύμβος ἄ. Hom. — общая могила;
(πάντων χρημάτων) ἀκρίτων ὄντων Plat. — когда все элементы были перемешаны друг с другом3) нерешенный; сомнительный, спорный, неясный(νείκεα Hom., Plut.; ἄεθλον Hes.; ἔρις Dem.)
ἔτι δ΄ ὄντων ἀκρίτων Thuc. — так как исход войны еще не решен;ἄ. καὴ χαλεπὸς ὅ Ὠρίων εἶναι δοκεῖ Arst. — трудно определить с точностью время восхода и захода Ориона4) неисчислимый, несметный(ἄστρων ὄχλος Eur.; πλῆθος Plut., Babr.)
5) непрерывный, нескончаемый, сплошной(ἄχεα Hom.; ὄρος Anth.)
6) не рассмотренный судом, неразобранный(πρᾶγμα Isocr.)
ἀ. θάνατος Plat. — казнь без суда7) никому не подсудный(πρύτανις Aesch.)
8) действующий без разбора, вслепую, опрометчиво(Μοῖρα Anth.; ἀλόγιστος καὴ ἄ. Polyb.)
9) не разобравший дела
См. также в других словарях:
ευαπόκριτος — εὐαπόκριτος, ον (Α) αυτός στον οποίο εύκολα μπορεί να αποκριθεί κάποιος. επίρρ... εὐαποκρίτως φρ. «εὐαποκρίτως ἔχειν πρός τινας» έχω εύκολη την απάντηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + από κριτος (< απο κρίνομαι), πρβλ. δυσ απόκριτος, αν από κριτος] … Dictionary of Greek
θεόκριτος — (Συρακούσες 305; π.Χ. – Κως 260;). Ποιητής. Έζησε για μεγάλο χρονικό διάστημα στην Κω και αργότερα πήγε στην Αλεξάνδρεια, όπου γνωρίστηκε με τους σημαντικότερους ανθρώπους των γραμμάτων της εποχής του. Εκτός από ένα αλληγορικό ποίημά του και 24… … Dictionary of Greek
πολύκριτος — Επικός συγγραφέας από τη Σικελία, που έγραψε ένα μεγάλο ιστορικό έργο για τον τύραννο των Συρακουσών Διονύσιο, με τον τίτλο Τα περί Διονύσιον ή Σικελικά. Από το έργο αυτό σώζονται μερικά αποσπάσματα. * * * ον, Α αυτός που διακρίνεται σαφώς, ο… … Dictionary of Greek
λογοκρισία — Η επέμβαση από μέρους της εξουσίας, ώστε να εμποδιστεί ολικά ή μερικά η με οποιονδήποτε τρόπο διάδοση ιδεών και πληροφοριών. Οι απαρχές της λ. στην Ευρώπη τοποθετούνται στην αρχαία Ελλάδα, όπου τα θεατρικά έργα, προτού διδαχθούν, υποβάλλονταν… … Dictionary of Greek
Ληρόκριτος — Ληρόκριτος, ὁ (Α) λογοπαικτική παραποίηση τού ονόματος τού Δημοκρίτου από τον Επίκουρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < λῆρος (Ι) + κριτος (< κρίνω), πρβλ. Δημό κριτος] … Dictionary of Greek
κρίνω — (AM κρίνω, Μ και κρινίσκω) 1. νομίζω, θεωρώ, φρονώ (α. «έκρινε ότι δεν έχουμε δίκιο» β. «κρίνω σε νικᾱν», Αισχύλ.) 2. σχηματίζω γνώμη (α. «μην κρίνεις τους ανθρώπους από την εμφάνιση» β. «εξ ιδίων κρίνει τα αλλότρια» γ. «ἄκουσον και κρῑνον»,… … Dictionary of Greek
άκριτος — (I) η, ο (Α ἄκριτος, ον) 1. αυτός που δεν έχει κρίση, δεν κρίνει ή δεν μπορεί να κρίνει κάτι 2. (για λόγους ή πράξεις) αλόγιστος, απερίσκεπτος, επιπόλαιος 3. (για πρόσωπα και υποθέσεις) αυτός που δεν πέρασε από δίκη, δεν κρίθηκε, αδίκαστος,… … Dictionary of Greek
ευέκκριτος — εὐέκκριτος, ον (Α) (για τροφή) αυτός που εκκρίνεται εύκολα από το σώμα, ο ευδιαχώρητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + έκ κριτος (< εκ κρίνω)] … Dictionary of Greek
κριτικός — ή, ό (AM κριτικός, ή, όν) 1. αυτός που έχει την ικανότητα να κρίνει, να διακρίνει και να αξιολογεί (α. «με κριτικό πνεύμα πρέπει να διαβάζει κανείς τα βιβλία» β. «δύναμις σύμφυτος κριτική», Αριστοτ.) 2. αυτός που έχει σχέση με την κρίση ή τον… … Dictionary of Greek