-
1 αμφιλεκτως
-
2 αμφιλογως
Aesch. = ἀμφιλέκτως См. αμφιλεκτως -
3 αναμφιλεκτως
См. также в других словарях:
ἀμφιλέκτως — ἀμφίλεκτος spoken both ways adverbial ἀμφίλεκτος spoken both ways masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)