Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

αναμφιλογως

См. также в других словарях:

  • ἀναμφιλόγως — ἀναμφίλογος undisputed adverbial ἀναμφίλογος undisputed masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αναμφίλογος — ἀναμφίλογος, ον (Α) [ἀμφίλογος] 1. αυτός, για τον οποίο δεν διίστανται οι γνώμες, αναντίρρητος, αναμφίβολος, σίγουρος 2. επίρρ. ἀναμφιλόγως α) χωρίς αμφιβολία, αναμφίβολα, αναμφισβήτητα β) χωρίς αντίρρηση, με προθυμία, ευχαρίστως …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»