-
1 αναμφιλογως
-
2 αναμφιλεκτως
См. также в других словарях:
ἀναμφιλόγως — ἀναμφίλογος undisputed adverbial ἀναμφίλογος undisputed masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αναμφίλογος — ἀναμφίλογος, ον (Α) [ἀμφίλογος] 1. αυτός, για τον οποίο δεν διίστανται οι γνώμες, αναντίρρητος, αναμφίβολος, σίγουρος 2. επίρρ. ἀναμφιλόγως α) χωρίς αμφιβολία, αναμφίβολα, αναμφισβήτητα β) χωρίς αντίρρηση, με προθυμία, ευχαρίστως … Dictionary of Greek