-
41 εὐ-έκ-βατος
εὐ-έκ-βατος, leicht heraus-, abgehend, Hippocr.
-
42 εὐ-έμ-βατος
εὐ-έμ-βατος, leicht hineingehend, Hippocr.; mit bequemem Eingange, ἀκρόπολις Chion. ep. 15.
-
43 εὔ-βατος
εὔ-βατος, leicht zu betreten, zugänglich, von Flüssen, εὔβ. περᾶν, leicht zu übergehen, Aesch. Prom. 720; τοῖς φίλοις εὔβατα ποιεῖν Plat. Legg. VI, 761 a; εὐβατώτερον τὸ ὄρος Xen. Hell. 4, 6, 9; Sp., wie Pol. 1, 56, 4.
-
44 εἰς-βατός
-
45 δυς-πρός-βατος
δυς-πρός-βατος, schwer zugänglich, λόφος Thuc. 4, 129 u. Sp.
-
46 δυς-παρά-βατος
δυς-παρά-βατος, Schol. Aesch. Eum. 366, Erkl. zu δυςοδοπαίπαλος.
-
47 δυς-σύμ-βατος
δυς-σύμ-βατος, schwer übereinkommend, sich schwer vereinigend, Plut. Symp. 4, 1, 2, πρός τι.
-
48 δυς-υπέρ-βατος
δυς-υπέρ-βατος, schwer zu übergehen, Mathem. vett.
-
49 δυς-επί-βατος
δυς-επί-βατος, schwer zu betreten, D. Sic. 1, 69.
-
50 δυς-διά-βατος
δυς-διά-βατος, schwer zu passiren; τόπος Pol. 1, 39, 13; ζεῦγμα D. Sic. 17, 93.
-
51 δυς-ανά-βατος
δυς-ανά-βατος, schwer zu ersteigen, Sp., s. δυςάμβ.
-
52 δυς-άμ-βατος
δυς-άμ-βατος, p. = δυςανάβατος, Simonid. frg. 32 πέτραι.
-
53 δυς-έκ-βατος
δυς-έκ-βατος, schwer herauszukommen, D. C. 56, 19 u. a. Sp.
-
54 δυς-έμ-βατος
δυς-έμ-βατος, worauf schwer zu fußen ist; schwer zu besteigen; κάρηνα οὔρεος Nonn. D. 11, 216; ὄρος οἰωνοῖσιν D. Per 1150; τὸ τοῠ χωρίου δυςέμβατον Thuc. 4, 10; bei Plut. Symp. 4, 1, 2 übertr., wo jetzt nach Reiske δυςσύμβατος steht.
-
55 δύς-βατος
-
56 νεκυ-άμ-βατος
νεκυ-άμ-βατος (ἀνάβατος), von den Todten bestiegen, betreten, ναῦς, poet, bei Paus. 10, 28, 2.
-
57 μεθ-υπέρ-βατος
μεθ-υπέρ-βατος, = ὑπέρβατος, Gramm.
-
58 δια-βατός
-
59 μορτό-βατος
μορτό-βατος, von Todten betreten, od. μορτόβατις, ναῦς, von Charons Nachen, Hesych.
-
60 λειό-βατος
λειό-βατος, ὁ, die glatte Roche, Ath. VII, 319 e; Arist. H. A. 2, 16.
См. также в других словарях:
βάτος — 1 bramble fem nom sg βάτος 2 fish masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βατός — passable masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βάτος — I Μικρό ακατοίκητο νησί του Αιγαίου, που υπάγεται διοικητικά στον δήμο Οινουσσών του νομού Χίου. II Ονομασία τριών οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 880 μ., 151 κάτ.) στην πρώην επαρχία Βονίτσης και Ξηρομέρου του νομού Αιτωλοακαρνανίας.… … Dictionary of Greek
βατός — I Μικρό ακατοίκητο νησί του Αιγαίου, που υπάγεται διοικητικά στον δήμο Οινουσσών του νομού Χίου. II Ονομασία τριών οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 880 μ., 151 κάτ.) στην πρώην επαρχία Βονίτσης και Ξηρομέρου του νομού Αιτωλοακαρνανίας.… … Dictionary of Greek
βάτος — ο πληθ. οι βάτοι και τα βάτα 1. η βατομουριά. 2. κάθε θάμνος με αγκάθια: Μάτωσα τα πόδια μου στα αγκάθια των βάτων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βατός — ή, ό αντιθ. άβατος αυτός τον οποίο μπορεί κανείς να διασχίσει, να διαβεί, ο διαβατός: Το μονοπάτι στο βουνό είναι κακοτράχαλο αλλά βατό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βατά — βατός passable neut nom/voc/acc pl βατά̱ , βατός passable fem nom/voc/acc dual βατά̱ , βατός passable fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βατόν — βατός passable masc acc sg βατός passable neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βάτε — βάτος 1 bramble fem voc sg βάτος 2 fish masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βάτοι — βάτος 1 bramble fem nom/voc pl βάτος 2 fish masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βάτους — βάτος 1 bramble fem acc pl βάτος 2 fish masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)