-
1 bramble
βάτος -
2 skate
βάτος -
3 ежевика
бот. 1. (растение) о βάτος 2. (плод) το βατόμουροРусско-греческий словарь научных и технических терминов > ежевика
-
4 куст
1. тех. (свай) το πλέγμα των πασσάλων 2. бот. о θάμνος, ο βάτος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > куст
-
5 малина
бот. η βάτος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > малина
-
6 смилакс
бот. η σμίλαξ, ο αρκουδό-βατος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > смилакс
-
7 вобла
воблаж ἡ βατίδα [-ίς], ἡ βάτος, ἡ ρίνα. -
8 ежевика
ежевикаж1. (ягода) τό βατόμουρο[ν]-2. (куст) ὁ βάτος, ἡ βατσινιά. -
9 куст
кустм ὁ θάμνος, ὁ βάτος. -
10 ежевика
-и θ.1. το βάτο, ο βάτος.2. βατόμουρο. -
11 малина
-ы θ.1. η βάτος, η ιδιαία, σμεουρδιά, σμεουριά.2. σμέουρο.3. αφέψημα σμέουρων.4. ως κατηγ. (απλ.) είναι ευχάριστα, πολύ καλά, θαύμα•у нас житьё малина η ζωή μας είναι πολύ καλή•
не служба, а малина δεν είναι υπηρεσία, αλλά διασκέδαση•
в -е (χαρτπ.) κερδισμένος.
-
12 морошка
-и θ.βάτος το χαμαίμορο ή ρού-βος καθώς και οι καρποί αυτού. -
13 проходимый
βρ: -им, -а, -оεπ. από μτχ.βατός, διαβατός. -
14 терние
-я ουδ.ακανθώδης θάμνος• βάτος. || (συνήθως πλθ.) μτφ. δυσκολίες, εμπόδια, αναποδιές• ατυχίες. -
15 praticable
1) διαβατός2) βατός
См. также в других словарях:
βάτος — 1 bramble fem nom sg βάτος 2 fish masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βατός — passable masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βάτος — I Μικρό ακατοίκητο νησί του Αιγαίου, που υπάγεται διοικητικά στον δήμο Οινουσσών του νομού Χίου. II Ονομασία τριών οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 880 μ., 151 κάτ.) στην πρώην επαρχία Βονίτσης και Ξηρομέρου του νομού Αιτωλοακαρνανίας.… … Dictionary of Greek
βατός — I Μικρό ακατοίκητο νησί του Αιγαίου, που υπάγεται διοικητικά στον δήμο Οινουσσών του νομού Χίου. II Ονομασία τριών οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 880 μ., 151 κάτ.) στην πρώην επαρχία Βονίτσης και Ξηρομέρου του νομού Αιτωλοακαρνανίας.… … Dictionary of Greek
βάτος — ο πληθ. οι βάτοι και τα βάτα 1. η βατομουριά. 2. κάθε θάμνος με αγκάθια: Μάτωσα τα πόδια μου στα αγκάθια των βάτων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βατός — ή, ό αντιθ. άβατος αυτός τον οποίο μπορεί κανείς να διασχίσει, να διαβεί, ο διαβατός: Το μονοπάτι στο βουνό είναι κακοτράχαλο αλλά βατό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βατά — βατός passable neut nom/voc/acc pl βατά̱ , βατός passable fem nom/voc/acc dual βατά̱ , βατός passable fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βατόν — βατός passable masc acc sg βατός passable neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βάτε — βάτος 1 bramble fem voc sg βάτος 2 fish masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βάτοι — βάτος 1 bramble fem nom/voc pl βάτος 2 fish masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βάτους — βάτος 1 bramble fem acc pl βάτος 2 fish masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)